45. Οι λέξεις

ΚΑΤΡΑΚΗΣ_Χίλια-Μιλιγκράμ_cover-large (2)

«Πολυαγαπημέν

Στο διάολο και οι προσφωνήσεις. Στο διάολο και οι λέξεις αγάπης, στο διάολο και οι τιμές και η τρυφερότητα και όλα, μ’ ακούς;

Όχι, φυσικά δεν μ’ ακούς, δεν θα μάθεις τίποτα από όσα σου γράφω γιατί ποτέ δεν μου έδωσες την ευκαιρία να τα πω, πήρες τις αποφάσεις σου, έκλεισες την πόρτα και εμένα με άφησες απ’ έξω, “για το καλό μου”.

Τι σκατά, νομίζεις, ξέρεις για το καλό μου;

Κάθομαι εδώ, ναι λίγα μέτρα μακριά, στο τραπέζι της κουζίνας και πίνω εκείνο το ημίγλυκο που έχει περισσέψει στο ψυγείο από το τελευταίο μας γεύμα. Τότε δεν ήπια, τώρα πίνω, έχει περάσει περισσότερο από μήνας, έχει ξινίσει εκεί μέσα τόσο καιρό αλλά το χρειάζομαι.

Πέρασαν και οι τρεις και μου είπαν να μην πιω, να μην κάνω βλακείες, “τι είναι σπουδαιότερο” μου είπαν να σκεφτώ. Στο διάολο, τους απάντησα και έφυγαν και οι τρεις.

Εσύ δεν φαίνεσαι πουθενά. Μέσα υπάρχει ένας άνθρωπος. Έχει δυο χέρια σαν και τα δικά σου, γεμάτα πανάδες και σκόρπιες τρίχες και μια ελιά πάνω από τον καρπό, τόσο ίδια. Μου θυμίζουν τα χέρια σου πάνω στα τετράδια, πάνω στην πληγή στο γόνατο, πάνω σε μάγουλα. Αλλά δεν είναι τα δικά σου χέρια, δεν μπορεί να είναι τα δικά σου.

Έχει δυο πόδια λεπτά και μακριά, διπλωμένα κάτω από μια μάλλινη κουβέρτα που βγάζει χνούδια και κάθεται ήρεμα εκεί χωρίς να τα κουνάει εκείνα τα πόδια τα ολόιδια με τα πόδια που με γύριζαν στους δρόμους της πόλης και έτρεχαν μπροστά από μένα, δίπλα σε μένα, πίσω μου. Όμορφα, σίγουρα πόδια. Ίδια. Όμως εσύ, δεν την άντεχες ούτε καν στην όψη εκείνη την παλιά κουβέρτα, όχι πάνω σου, είναι ξένα αυτά τα πόδια.

Έχει ένα πεισματικά κλειστό στόμα που θυμίζει το δικό σου όπως συσπάται, μα σε τίποτα άλλο. Δεν δοκίμασα το φιλί του πάνω στο μέτωπο μου για να σου πω. Ούτε το γέλιο του είδα για να νοιώθω την βεβαιότητα πως ανήκει σε εσένα.

Τα μάγουλα είναι ίδια, ίδια τα μαλλιά, τα αφτιά, η μύτη, ακόμα και τα μάτια, ίδια με τα δικά σου, τόσο σου μοιάζει που μπερδεύτηκα δύο φορές και του μίλησα σαν να ήσουν εσύ, μου απάντησε σαν να ήμουν εγώ και οι άλλοι κοιτούσαν και μου έλεγαν “ηρέμησε, θα πάθεις τίποτα ” και προσπαθούσαν να με αγκαλιάσουν, όμως τους έσπρωχνα γιατί μου έκρυβαν την όψη εκείνου του ανθρώπου και εγώ ήθελα να δω, ήθελα να βεβαιωθώ πως δεν ήσουν εσύ.

Ακόμα και όταν άνοιξε τα χείλη και είπε “σ’ αγαπάω τόσο πολύ, μη μου θυμώνεις”, δεν απάντησα “κι εγώ”, τίποτα δεν είπα, ανάθεμα με, δεν πίστεψα πως ήσουν εσύ, έφτασε αλλιώτικη μέσα μου η φωνή του, ξένο το “σ’ αγαπώ”. Έδειχνε να το εννοεί, αλλά έλλειπε κάτι από τις λέξεις.

Εκείνο το βράδυ στο μπαλκόνι, τότε που σε έδιωχνα με πείσμα, και επέστρεφες με περισσότερο, τότε που δεν με χωρούσε ο τόπος και έφταιγες εσύ για όλα, το θυμάσαι; Θυμάσαι πώς μύριζε βροχή και καυσαέριο; Θυμάσαι που σε κάθε σου λέξη, απαντούσα μονολεκτικά, καθόλου ή με βρισιές; Θυμάσαι γιατί;

Εγώ θυμάμαι. Θυμάμαι που, πάνω στην οργή μου, σε έδιωξα, “παράτα με”, σου είπα, “δεν σε αντέχω”, και εσύ είπες “το ξέρω. Καμία φορά ούτε και εγώ σε αντέχω. Όμως , σ’ αγαπάω. Ό,τι κι αν γίνει, σ’ αγαπάω”.

Μετά σε γύρευα στο σπίτι και δεν σε έβρισκα για μέρες κι ας ήσουν στο σαλόνι με ένα βιβλίο στο χέρι, στο μπαλκόνι να κοιτάς τον δρόμο, στην κουζίνα να πίνεις καφέ, δίπλα μου στο αυτοκίνητο. Δεν σε έβρισκα, μόνο εκείνο το “σ’ αγαπάω” έβλεπα μπροστά μου. Και τώρα, υπάρχει μια υποψία ανθρώπου στο σαλόνι που προσπαθεί να με πείσει πως είσαι εσύ, πως θα είσαι εσύ για πάντα, ό,τι κι αν συμβεί.

Δεν σου είπα με πόσους τρόπους σε μισούσα πολλές φορές, σίγουρα για μερικά χρόνια, εκείνα που περισσότερο θυμάμαι. Σε έβρισκα βάρος, ένα πομπώδες βάρος όλο σοφία του κώλου και εμετικά λουλουδένια αγάπη. Ντρέπομαι απερίγραπτα πολύ για αυτές μου τις σκέψεις, όμως είναι αλήθεια. Ξέρω, παλιότερα σε λάτρευα τυφλά, κάθε σου λέξη ήταν αποκάλυψη, κάθε σου αγκαλιά ανακούφιση. Δεν κατάλαβες ποτέ τίποτα, ζούσες στην θλίψη της μεταστροφής μου, μέσα στην απορία, κι ας μην ρώτησες ποτέ, τι πήγε στραβά; Γιατί έπρεπε να γίνουν έτσι τα πράγματα;

Όταν πέρασε η μπόρα, εκείνα τα χρόνια που όταν σε κοιτούσα δεν ήξερα αν περισσότερο σε σιχαίνομαι ή σε λατρεύω, κατάλαβα τον λόγο και θα τον γράψω σε αυτό το χαρτί γιατί ξέρω πως δεν θα το διαβάσεις ποτέ, δεν θα το επιτρέψω να συμβεί, όχι τώρα, όχι έτσι που τα λόγια είναι βιασμένα και δεν θα σκύψω το κεφάλι μπροστά σου από ντροπή και δεν θα σου πω μια συγνώμη που από τότε σου χρωστάω, ούτε καμία άλλη λέξη παρηγοριάς και αγάπης αυτή την στιγμή, χωρίς καμία αξία. Θα ήθελα όταν σου αποκαλύψω γιατί τόσο μίσος τελικά, να γελάς, να τρέμει το στήθος σου από χαρά ή ακόμα κι αν δεν είναι έτσι, θα ήθελα να το πω πραγματικά σε εσένα και όχι σε κάτι που σου μοιάζει.

Ο λόγος που ήταν ανάγκη να σιχαθώ την ύπαρξη σου, την μορφή, τα χνώτα σου, τον ήχο της φωνής σου, ήταν γιατί ήσουν πολύς.

Αγαπημένε μου πατέρα, έπρεπε να μισήσω τα χέρια σου για να φτιάξω τον κόσμο με τα δικά μου και να στον δείξω. Έπρεπε τα πόδια σου να σπάσω για να σταθώ στα δικά μου. Το στόμα σου έπρεπε να πάψει να μιλά για να ακουστεί η φωνή μου. Έπρεπε να σε σβήσω. Και το έκανα.

Σε μισώ τώρα πιο πολύ από τότε. Είχα χίλια πράγματα ακόμα να σου πω και δεν με αφήνεις να «

Κοιτάζει το χαρτί, το ποτήρι και την πόρτα. Είναι ακόμα εκεί, προλαβαίνει.

Σκουπίζει τα μάτια της και τρέχει, στρίβει, τον βλέπει με την μάλλινη κουβέρτα και το οξυγόνο στο πρόσωπο. Πέφτει πάνω του.

«Κι εγώ», λέει και τον σφίγγει όσο αντέχει. «Κι εγώ σ’ αγαπάω, μπαμπά μου».

Του τα είπε όλα και εκείνος μόνο άκουγε. Όταν τελείωσε, την φίλησε στο μέτωπο –στ’ αλήθεια είσαι εσύ- και κρατώντας το πρόσωπο της μέσα στα χέρια του, ψιθύρισε:

«Σε ευχαριστώ».

8 σκέψεις σχετικά με το “45. Οι λέξεις

  1. Νόμιιζα ότι θα είχα ένα ήρεμο βράδυ μέχρι που το διάβασα. Και έτρωγα ροδάκινο και παραλίγο να με πνίξει μόλις κατάλαβα που το πήγαινες και προσπαθούσαν να καταπιώ και να κλάψω μαζί. Σε ευχαριστώ για αυτή την ένεση συγκίνησης βραδιάτικα με ζωντάνεψες ❤ ❤

    Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε