39. Δαυίδ, 23:4


Σε συνέχεια της 35ης δόσης


ΚΑΤΡΑΚΗΣ_Χίλια-Μιλιγκράμ_cover-large (2)

Μαζεύει όπως- όπως ό,τι του έχει απομείνει, τα στοιβάζει κακότεχνα και τα σπρώχνει προς την έξοδο.

Τα πόδια του διασχίζουν τον διάδρομο του κτηρίου μόνα τους ως τον ανελκυστήρα. Αντηχούν μέσα του τα βήματα σαν κλαγγή άδειου κάδου σκουπιδιών, λερωμένου από ξινισμένα τρόφιμα, χρησιμοποιημένα προφυλακτικά, περιττώματα από το καλάθι της γάτας και νεκρά ωάρια ανάκατα με αίμα. Το σούρσιμο του πάνω στο μάρμαρο είναι καταπραϋντικό. Αυτό που σέρνεται υπάρχει.

Άκουσε το καστόρινο να σέρνεται πάνω στον μουσαμά και την είδε στην πόρτα.

«Δεν πιστεύω να έφαγες;»

Κούνησε το κεφάλι του.

«Μήτε νερό ήπιες, ε τσάνεμ;»

Ξανά η ίδια κίνηση.

«Μπράβο τζιέρι μου, να σε χαρώ, να πιάσει καλά κι έπειτα θα δεις, τι χορτάτη θα ‘ναι η καρδούλα σου. Άντε, βάλε το παντελόνι σου και το πουκάμισο κι έλα μου να σε χτενίσω.»

Ανοίγει αυτόματα η πόρτα και μπαίνει. Καθώς το κάνει, ρίχνει το βλέμμα στον καθρέφτη. Σφίγγει τα φρύδια και σκύβει να δει καλύτερα. Βλέπει μονάχα δυο κόκκινα μάτια πνιγμένα σε ρυτίδες, με κάτι ξεπλυμένα ματόχαντρα στο χρώμα της λάσπης ολότελα κενά, ατάραχα κι από κάτω, ένα στόμα κακοφτιαγμένο κι άκοπα γένια. Πατάει το κουμπί.

Τον κρατάει από το χέρι και τον πάει βιαστικά, ψιλοβρέχει κι έχει μια καφετιά ομπρέλα ανοιχτή πάνω από τα κεφάλια τους μα έχει πιο πολύ στον νου της μην στάξει η βροχή στα καστόρια και τα χαλάσει κι άντε μετά να μαζέψει λεφτά για καινούργια.

Βγαίνει στην είσοδο, στο πεζοδρόμιο και δεν κοιτάζει. Τον προσπερνούν τα τροχοφόρα, οι άνθρωποι και τα αδέσποτα του γαβγίζουν όμως δεν ακούει, μέσα η κλαγγή δυναμώνει, στρίβει στο επόμενο στενό.

Είναι πρώτος στην σειρά κοντά σε κάποιον με πλουμιστά ρούχα και βαρύ χρυσάφι στο λαιμό, πιο δίπλα ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά διαβάζει φωναχτά από το βιβλίο και κάποιος ακόμα κουδουνίζει το θυμίαμα, «αμήν», σταυροί χαράζουν τον αέρα, υψώνεται το κύπελλο.

Όλα γράφτηκαν για αυτή την στιγμή, όλα για τώρα. Τον οδηγεί ο δρόμος σε έναν περίβολο με ζέρμπερες και λίγες μίζερες ελιές, πίσω τους δεσπόζει ο τρούλος. Σηκώνει τα μάτια και κοιτά. Ποιος κατοικεί εδώ; Όλα φτιάχτηκαν για τώρα.

Ανοίγει το στόμα, πιπιλίζει ένα ψίχουλο ανάμεσα σε γλυκό ζουμί, το βρίσκει του γούστου του και το καταπίνει.

«Αυτό ήταν;» ρωτάει την γιαγιά του που τον κρατάει από το χέρι.

«Ναι, αυτό ήταν.»

Της χαμογελάει. Δεν πεινάει, της απαντά όταν τον ρωτάει. Χόρτασε σώμα και αίμα. Εκείνη του δίνει μια φέτα ψωμί με ζάχαρη καλού- κακού. Δεν αφήνει ψίχουλο.

Ανεβαίνει τις σκάλες, ο κάδος γεμίζει αποφορά ελπίδας.

Κάθε Παράδεισος.

Λίγο πιο ψηλά.

Κάθε Νιρβάνα.

Πλησιάζει στο πλατύσκαλο.

Κάθε Βαλχάλα.

Σπρώχνει απαλά την πόρτα.

Κάθε Άδης και κάθε Κόλαση γράφτηκε για αυτόν ακριβώς τον σκοπό, εξαιτίας αυτής της στιγμής, από έναν λερωμένο, άδειο κάδο απορριμμάτων.

Έτρωγε με ευδαιμονία σώμα και αίμα στο πλευρό της. Μέχρι που δοκίμασε το στάρι που έβρασαν την τρίτη μέρα του φευγιού της και το σκόρπισαν πριν χτίσουν τα μάρμαρα. Το βρήκε υπερβολικά γήινο, πολύ χωμάτινο στην γεύση.

Ανοίγει. Λίγα φώτα είναι αναμμένα.

«Είναι κανείς εδώ;»

Κάθε σελίδα, κάθε επιστολή, εδάφιο και παραβολή γράφτηκε για να γεμίσει ο κάδος, για τίποτα άλλο.

Με τον καιρό λησμόνησε το νάμα και την λειτουργιά, ξέχασε το σιτάρι. Κι όταν άντρας πια, στάθηκε πρωταγωνιστής στο δικό του μυστήριο, κατάλαβε πως μόνος θεός είναι εκείνος της καρδιάς. Κι αφού δεν όριζε κανένας την ζωή του, το πήρε απόφαση ότι κανείς δεν θα είχε λόγο και πάνω στον θάνατο του.

Κάθισε σε ένα μπροστινό στασίδι και κοίταξε τους αγίους με τα μεγάλα μάτια, το τέμπλο με τις περικοκλάδες, τον πολυέλαιο με τα εξαπτέρυγα και πάνω από το κεφάλι του, τον Παντοκράτορα με τα ορθάνοιχτα χέρια να τον προσκαλεί και να τον καλωσορίζει.

«Κάθε λέξη…», ψιθύρισε.

Έμαθε με τον καιρό πως, το να πιστεύεις στον Θεό ή το να πιστεύεις στον Άνθρωπο, σε κάνουν το ίδιο ενάρετο στην ζωή, το ίδιο σπλαχνικό, ίσως και περισσότερο γιατί ό,τι τελικά προσέφερε, το προσέφερε με την καρδιά του και όχι από φόβο. Στον θάνατο, όμως;

Η γιαγιά είναι σίγουρα στον παράδεισο της. Το ίδιο και ο πατέρας. Και η μητέρα. Δίπλα στον Θεό τους, μαζί με όλους τους υπόλοιπους άδειους κάδους στην σειρά, στο μεγάλο πεζοδρόμιο της πίστης, χωρισμένοι από τους Ισλαμιστές, χωρισμένοι από τους Βουδιστές, από τους Εβραίους, τους Ταοΐστες, σε μεγάλες συνοικίες, σε τεράστιες Αστόρια και Τσάινα Τάουν στο Μεγάλο Μήλο της Εδέμ, χτισμένες πάνω στα αρχαία χαλάσματα των Βόρειων θεών. Σε κάποια γωνία, οι Ολύμπιοι παράγουν νέκταρ και αμβροσία για τις ψυχές, σε μια μεγάλη έρημο οι ταριχευμένοι θεοί των Αιγυπτίων φρουρούν το επέκεινα, ο θεός του ηφαιστείου καθισμένος πάνω σε έναν απόκρημνο βράχο, μουτρώνει με τα χέρια σταυρωμένα γιατί του έκοψαν τις ανθρωποθυσίες και η Αστάρτη δεν έχει σε ποιον να προσφέρει την θηλυκότητα της.

«Κάθε γαμημένη λέξη…» λέει ξανά και κοιτά έναν εσταυρωμένο.

Σηκώνεται και πλησιάζει το ιερό, ακουμπάει πάνω στο τρυπημένο πόδι.

Τόσο σκληρή τιμωρία για έναν Θεό; Δεν είχε καταλάβει τον λόγο. Όμως μέσα στην ησυχία του ναού, χωρίς πουθενά για να πιστέψει, σηκώνει το βλέμμα και κοιτά τον φτωχό Γέσσουα.

Τον βλέπει και είναι ο γιος του, είναι ο φίλος του. Και καταλαβαίνει.

Βουτούν κονδυλοφόροι στο πηχτό μελάνι κι ένας σκυφτός άντρας, γράφει με λέξεις οδύνη αρκετή και σαδισμό και βία, που να υπερβαίνουν την δική του μίζερη ιστορία, του διπλανού. Γράφει για έναν θεό που είχε μέσα του να δώσει μόνο αγάπη και αποδοχή. Κι έπειτα τον σκοτώνει με τρόπο φριχτό.

Μέσα στη σιωπή, μόνος, στην κοιλάδα της σκιάς του θανάτου, ο Πολύκαρπος φοβάται, τρέμει, όχι αυτό που πλησιάζει, αλλά αυτό που πίσω του μακραίνει.

Κάθεται πιο εκεί. Δεν ξέρει πως να φύγει, δεν βρήκε τρόπο να της πει. Τελικά το αποφασίζει, σηκώνεται και βαδίζει προς την έξοδο.

Καθώς κατεβαίνει τις σκάλες σταυρώνει με μια γυναίκα μεσόκοπη που ασθμαίνει. Στέκεται στην κορυφή της σκάλας και την παρατηρεί. Στο πρόσωπο της κυριαρχεί η αγωνία της ανάβασης.

«Μην προσπαθείς», της λέει. Εκείνη σταματά λαχανιασμένη και τον κοιτάει. «Δεν είναι κανένας μέσα».

Την προσπερνά, εκείνη για λίγο μονάχα ανασαίνει. Καθώς ξεμακραίνει, την ακούει να συνεχίζει την προσπάθεια της και το σούρσιμο των ποδιών της, αντηχεί μέσα του καλύπτοντας το δικό του.

Πάρε τα βήματα στην 40η Δόση

9 σκέψεις σχετικά με το “39. Δαυίδ, 23:4

  1. Και στη Ζωή όπως και στον Θάνατο, το ίδιο…
    «Έμαθε με τον καιρό πως, το να πιστεύεις στον Θεό ή το να πιστεύεις στον Άνθρωπο, σε κάνουν το ίδιο ενάρετο στην ζωή, το ίδιο σπλαχνικό, ίσως και περισσότερο γιατί ό,τι τελικά προσέφερε, το προσέφερε με την καρδιά του και όχι από φόβο. Στον θάνατο, όμως;»
    Καλή μέρα! 🙂

    Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε