38. Ακριβό μονόπετρο, φθηνό μπακίρι

ΚΑΤΡΑΚΗΣ_Χίλια-Μιλιγκράμ_cover-large (2)

Ο Ευθύμιος Σταματίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Ταύρο. Ήταν τυχερός αφού ο πατέρας του, επί χρόνια βυρσοδέψης, γνώριζε τις φίνες ιδιότητες του δέρματος, οπότε βιοποριζόταν αρκούντως ικανοποιητικά, ακόμα και κατά την διάρκεια της κατοχής έχοντας με συμβόλαιο αναλάβει την κατασκευή των υποδημάτων εξόδου της γερμανικής φρουράς στον Πειραιά.

Θήτευσε ποικιλοτρόπως στο πλευρό του και έμαθε από αυτόν τους τρόπους της σύγχρονης ζωής. Όσα συνειδητά του έδειχνε ο πατέρας του για την τέχνη της υποδηματοποιίας αλλά και όσα βιωματικά εισέπραττε για την ζωή, ο Ευθύμιος Σταματίου τα καταχωρούσε αυτομάτως ως ορθά και “καλώς καμωμένα”.

Ήταν ικανός και διορατικός, όταν έφθασε η σωστή ώρα, μετέτρεψε το υποδηματοποιείο σε κατάστημα έτοιμων ιταλικών υποδημάτων και συνέχισε να εργάζεται με την καλή κοινωνία του τόπου. Καθώς ήταν τόσο εργατικός, επέτρεπε στον εαυτό του την απόλαυση καλής παρέας με κρασί τα απογεύματα, καμιά πρέφα ή τίποτα στοιχήματα στα κουμαράδικα αργότερα και λίγη θηλυκή συντροφιά την νύχτα.

Όλα αυτά τα ήξεραν, βέβαια, στην γειτονιά, όμως ο πατέρας της Δήμητρας Αποστολίδου, τον είχε για γαμπρό τεφαρίκι κι όταν ο Ευθύμης πήγε με γιούλια και μονόπετρο στο σπίτι να ζητήσει την Δημητρούλα, του ήρθαν δάκρυα στα μάτια μιας και εκτός του ότι του έτυχε γαμπρός με παράδες, βρέθηκε κι ο Χριστιανός που θα στεφανωνόταν την «ζαβή Μιμή», που άλλη δουλειά δεν είχε όλη μέρα από να διαβάζει νουβέλες του Καραγάτση και να μετράει αστέρια τις νύχτες. Την είχε ξυλοφορτώσει σε αρκετές περιστάσεις για να την συνεφέρει, άδαρτη δεν ήταν, μα στο πείσμα και την αναισθησία, έμοιαζε περισσότερο με δαμάλα παρά με δίποδο. Αυτό φυσικά, του το ‘χε ξεκαθαρίσει του Ευθύμη, όλα κι όλα, είχε κι ένα φιλότιμο, ήτανε μπεσαλής και δεν ήθελε να γυρίσει έπειτα να του πει ο γαμπρός του πως είχε πάρει σκάρτο πράμα.

Την πήρε. Άγνωστος ο λόγος να θέλει κάποιος να πάρει τέτοιο κομμάτι όταν δίπλα του υπήρχαν κορίτσια διαλεχτά, ένα κι ένα, με προίκα και με προκοπή που θα τον είχαν πασά και είχαν μάθει πως τον άντρα έπρεπε να τον κοιτούν στα μάτια.

Σαν πρωτοπατρεύτηκαν, την έβαζε τρεις την ώρα από κάτω και την καβαλούσε κανονικά. Σ’ εκείνη άρεσε από καμιά φορά, μα τις περισσότερες δεν ήθελε. Άμα έκανε να του το πει, τις έριχνε δυο ανάστροφες, μια σε κάθε μάγουλο κι έπειτα την καβαλούσε. Ντυνόταν μόλις τέλειωνε κι έβγαινε από το σπίτι όλο χαμόγελα κι εκείνη έμενε μέσα δαρμένη, κλαμένη, με τα σκέλια της να πονούν σχεδόν όσο και τα μέσα της, να τον κοιτά από το παράθυρο που πήγαινε στην δουλειά του κι όλοι στη γειτονιά τον χαιρετούσαν γελαστοί και να λένε έπειτα “άξιο παλικάρι, νοικοκυραίος, προκομμένος. Πως του κάτσε να πάρει τη ζαβή, ήθελα να ‘ξερα, εμείς θαρρείς δεν είχαμε να δώσουμε κορίτσια”. Κι όταν επέστρεφε απ’ τα κουμάρια και τα καπηλειά και ριχνόταν πάνω της, έκαναν πως δεν άκουγαν το χαμό από το σπίτι και το ξύλο που έπεφτε βροχή κι έλεγαν μονάχα “έτσι είναι οι νιόπαντροι, όλο καβγαδάκια”.

Έμαθε με τον καιρό η Δήμητρα να μην μιλάει, όπως έπρεπε να έχει κάνει εξαρχής, να ανοίγει τα πόδια σαν κυρία, με ψυχή να κάνει το χρέος της κι όχι σαν κρέας, να προσέχει το φαΐ στο αλάτι, να πατάει καλά το πουκάμισο στο κολάρο, να είναι όλο “ναι, Ευθύμη μου” και ζαχαρωτά χαμόγελα. Έμαθε να μην κοίτα πέρα από τον Ευθύμη, να μην διαβάζει πέρα από εφημερίδα. Κι έγινε με τον καιρό και με πολύ δικό του κόπο, από δαμάλα, άνθρωπος σωστός, μια σύγχρονη γυναίκα που μπορούσε, αν μη τι άλλο, να σταθεί επάξια στο πλευρό του.

Μετά από δυο χρόνια, την γκάστρωσε κι εκείνη άρχισε να φουσκώνει. Την κοιτούσε με κακία ώρες- ώρες να χαϊδεύει την κοιλιά της και της έλεγε “ποτέ να μην ξεχάσεις σε ποιον το χρωστάς όλο αυτό, που όχι για μάνα των παιδιών τους δεν σε είχαν οι άλλοι άξια, ούτε για να τους μαντάρεις κάλτσες.”

Και τ’ άκουσε αυτό τόσες φορές μέχρι την γέννα, που κατάλαβε τελικά, πως είχε χίλια δίκια και πως, ό,τι κι αν της έλεγε, το άξιζε.

Στην κλινική δεν πήγε να την δει, έστειλε την μάνα του και την μάνα της. Όταν γύρισαν και του ‘παν τα καμώματα της, τις πέταξε και τις δυο από το σπίτι. Την επόμενη μέρα του την έφεραν μαζί με το μωρό, ένα ροδαλό, στρουμπουλό, μαλλιαρό πλασματάκι όλο φωνές και πείνα.

Κοιτούσε μια εκείνη και μια το βρέφος στα χέρια της. Κούνησε το κεφάλι.

«Ούτ’ αυτό δεν ήσουν ικανή να κάνεις σωστά, ανάθεμα τη φάρα σου», της είπε και έφυγε οργισμένος.

Έλειπε όλο και περισσότερο. Την έβαζε από κάτω, όλο και σπανιότερα, στην αρχή επειδή του προκαλούσαν αηδία οι ερεθισμένες θηλές της που έσταζαν καμιά φορά πηχτή τροφή. Έπειτα, όσο μεγάλωνε το παιδί, από κούραση, βαρεμάρα και τελικά αδιαφορία.

Στη βάφτιση έμεινε αγέλαστος όταν το πήρε στα χέρια του ο παπάς, αγέλαστος όταν το διάβασε, αγέλαστος όταν άκουσε το όνομα της μάνας του.

Το μωρό έγινε γρήγορα κορίτσι κι έμαθε τους τρόπους των γυναικών από την μάνα της.

«Άκου, μικρή μου», της έλεγε. «Όση αλήθεια χωράει μέσα σε ένα βιβλίο, δεν την χωράει μια ολόκληρη ζωή.»

«Ναι, μαμά.»

«Τα αστέρια είναι άπειρα και ανήκουν σε όλους.»

«Ναι, μαμά.»

«Το σώμα σου, είναι όμορφο από την φύση, γιατί μπορεί να γεννήσει ζωή. Μην το μισθώσεις, μην το πουλήσεις. Δώρο να το κάνεις, με την καρδιά σου.»

«Ναι, μαμά.»

«Και τέλος, αυτό που έχεις να πεις, μην το κρατάς μέσα σου. Για κανέναν λόγο.»

Το κορίτσι δεν καταλάβαινε, όμως μεγάλωσε αρκετά κι έμαθε πως αυτή είναι η αλήθεια. Τον πατέρα τον φοβόταν, όμως δεν τον μισούσε, αφού ποτέ η “ζαβή Μιμή”, δεν της είπε τους τρόπους των αντρών, μην τύχει και την τρομάξει και χάσει όσα αυτή δεν έζησε ποτέ.

Έφτασε μια μέρα στο σπίτι ένα παλικάρι. Κι είχε στα χέρια ένα μπουκάλι ουίσκι εγγλέζικο, καλό και ένα μπακιρένιο δαχτυλίδι πέρασε στο χέρι της.

«Θα την κάνω ευτυχισμένη», είπε. «Σας δίνω τον λόγο μου.»

Ο Ευθύμης τον έκοψε από πάνω ως κάτω.

«Παρ’ την», του απάντησε. «Παρ’ την, να δεις κι εσύ τη γλύκα.»

Ο Πολύκαρπος κοίταξε την Σοφία και έλαμψαν κι οι δύο.

«Την βλέπω.»

8 σκέψεις σχετικά με το “38. Ακριβό μονόπετρο, φθηνό μπακίρι

Σχολιάστε