31. Κρύο φαί και μικρά πουά

ΚΑΤΡΑΚΗΣ_Χίλια-Μιλιγκράμ_cover-large (2)

«Πάντα όμως;»

«Ωχ, βρε Πολύκαρπε!»

Κοιτάζει το ρολόι νευριασμένος. Έχει καθυστερήσει μισή ώρα. Στο τραπέζι, σερβιρισμένο φαγητό περιμένει υπομονετικά, σίγουρα πιο υπομονετικά από τον Πολύκαρπο που κόβει βόλτες και καπνίζει για να ηρεμήσει.

«Κάτι θα της έτυχε», του λέει η Σοφία. Κάθεται σε μία καρέκλα σταυροπόδι, πίνει αργά ένα ροζέ κρασί και παίζει αδιάφορα με την υγρασία του ποτηριού. Χαράζει με το δάχτυλο μικρές καρδιές και βούλες, το κάνει πουά, το γυρίζει στα χέρια της, τις σβήνει όλες και πίνει.

«Απορώ! Ώρες- ώρες, απορώ!»

Του χαμογελάει. Φοράει ένα κραγιόν που αφήνει σημάδι στο ποτήρι και μέσα του. Στις άκρες των ματιών χορεύουν ρυτίδες, προδίδουν αυτή την σύσπαση του προσώπου που συμβαίνει χρόνια ολόκληρα και σκάβει στην επιδερμίδα τα χνάρια ενός ανθρώπου που γελάει συχνά.

«Με τι απορείς, αγάπη μου;»

«Μαζί σου! Πως μπορείς να είσαι τόσο απαθής; Δεν σε ενοχλεί;» την ρωτάει και συνεχίζει τον βηματισμό του. «Από το πρωί είσαι στην κουζίνα και μαγειρεύεις, τρέχουμε σαν τους τρελούς να ετοιμάσουμε ένα ριμαδοφαγητό να κάτσουμε σαν άνθρωποι να φάμε κι αυτή δεν δίνει δεκάρα!»

Σηκώνεται και τον πλησιάζει.

«Έλα εδώ βρε γκρινιάρη», του λέει και τον αγκαλιάζει.

Τα χέρια της περνάνε γύρω από τον λαιμό και κατεβαίνουν στην πλάτη του, γέρνει το πρόσωπο και ακουμπάει πάνω του. Είναι μία κίνηση που έχει κάνει χιλιάδες φορές τα τελευταία τριάντα τέσσερα χρόνια κι όμως, ακόμα και έπειτα από τόσο καιρό, μετά από το πλήθος των επαναλήψεων που σβήνουν την πρώτη έκρηξη και την ανατριχίλα, που ληθαργούν το σώμα και οδηγούν στην ταύτιση και το κενό οποιασδήποτε αντίδρασης, ακόμα κι έτσι, ακόμα και τώρα, αναστενάζει, κλείνει τα μάτια και μένει στα χέρια του μόνη με το χαμόγελο της.

«Γιατί σε νοιάζει τόσο;» τον ρωτάει με τα μάτια ακόμα κλειστά.

Ο Πολύκαρπος απέχει από την επαφή. Το σώμα του είναι σφιγμένο, τα πόδια αδυνατούν να σταθεροποιηθούν σε μία θέση και το βλέμμα του είναι σκυθρωπό, τρέχει στο πρόσωπο και στέκεται πεισματικά στην άκρη των χειλιών του.

«Γιατί δεν δίνει δεκάρα, γι’ αυτό!» απαντάει και την σπρώχνει απαλά. «Πάντα έτσι ήταν, από παιδί, θυμάσαι;»

«Θυμάμαι», λέει εκείνη και επιστρέφει στην θέση της. Παρά την μισή αγκαλιά, το απολαμβάνει, τόσο πολύ μάλιστα που κάθεται αναπαυτικά, πίνει και ανάβει ένα τσιγάρο από τα δικά του.

«Ήταν οχτώ χρονών όταν άρχισε να πηγαίνει στην φίλη της για παιχνίδι;»

«Τόσο.»

«Μία ώρα έλεγες, δύο την άφηνες.»

«Και τρεις μπορεί.»

«Κι όταν πήγαινες να την πάρεις, τι γινόταν, θυμάσαι;»

«Αμέ.»

«Τον τόπο χαλούσε!» κάνει μία παύση και την κοιτάει καχύποπτα. «Γελάς. Γιατί γελάς;»

Εκείνη ξεσπάει σε ένα κελαριστό γέλιο, όλο τρεχούμενα νερά και αστροφεγγιά και φέρνει το χέρι της στο στόμα προσπαθώντας να σταματήσει.

«Τίποτα καλέ μου», του λέει. «Σου πετάει ένα τσουλούφι πάνω από τον κρόταφο.»

Κοιτάζεται στον καθρέφτη της εισόδου και στρώνει νευρικά τα μαλλιά του.

«Εντάξει τώρα;» της λέει όταν επιστρέφει.

«Ναι, συνέχισε.»

Κοιτάζει ξανά το ρολόι του. Σαράντα λεπτά.

«Της μίλησες;»

«Πήρε τηλέφωνο πριν καμιά ώρα.»

«Και τι σου είπε;»

«Είπε πως ήταν με τον Θωμά και θα καθυστερούσαν λίγο.»

«Λίγο!» καγχάζει. «Λίγο λέει!»

«Θα έρθει, μην κάνεις έτσι.»

«Φυσικά! Μην πούμε καμιά κουβέντα παραπάνω για την κόρη σου. Φωτιά θα πέσει να μας κάψει!»

Εκείνη σιγοπίνει, στηρίζει το σαγόνι στο χέρι της και ακουμπάει στο τραπέζι.

«Αχ, το κορίτσι μου!»

Σταματάει τα πήγαινε- έλα και την κοιτάει. Ακόμα γελάει. Πάει πάλι προς τον καθρέφτη.

«Κάτι κάναμε πολύ λάθος με το “κορίτσι σου”. Και έφηβη, πολύ λάσκα την είχαμε. Μια φορά δεν θυμάμαι να της είπαμε λέξη που αργούσε. Λέγαμε “καλό παιδί είναι, δεν πειράζει”. Ορίστε τώρα, τι κατάλαβες;»

«Μια χαρά είναι. Στην δουλειά της δεν αργεί. Αργεί;»

«Που να ξέρω; Θα την είχαν διώξει αν αργούσε.»

«Είδες; Και με τον Θωμά μια χαρά τα βρίσκει. Δύο χρόνια παντρεμένοι και κοιτάζονται στα μάτια.»

«Και τι να πει, δηλαδή, ο Θωμάς; Τι να κάνει, τέτοια που είναι; Άσε που δεν ξέρουμε κιόλας τι συμβαίνει. Μπορεί να τον ενοχλεί αυτό το πράγμα.»

«Αμφιβάλω.»

«Αλήθεια; Φαντάζεσαι να κάθεται να την περιμένει να ετοιμαστεί σαράντα λεπτά, ντυμένος και έτοιμος; Τούρκος θα γινόμουν άμα έκανες έτσι!»

«Δεν δείχνει Τούρκος πάντως.»

«Καλά. Άμα έκανες εσύ έτσι και με είχες στο «περίμενε», κι εγώ δεν ξέρω τι θα έκανα.»

«Να σου πω;»

«Πες.»

«Έλα κοντά.»

Πάει.

«Σκύψε, να σου πω στο αφτί.»

Σκύβει. Φέρνει τα χείλια της κοντά, τόσο ώστε να νοιώθει την ανάσα της ζεστή πάνω στο δέρμα.

«Είμαι σίγουρη», ψιθυρίζει, «πως θα έβρισκες έναν καλό τρόπο να με τιμωρήσεις.»

Γουρλώνει τα μάτια και καθώς σηκώνεται προσπαθεί να παραμείνει θυμωμένος. Για μια στιγμή, δεν τα καταφέρνει, την κοιτάζει όπως τότε και χαμογελάει. Εκείνη του φυσάει ένα φιλί.

«Μαλάκωσε, αγάπη μου. Έχει καλό λόγο που άργησε, είμαι σίγουρη.»

Εκείνος σοβαρεύει αμέσως.

«Θα το δούμε», της λέει. «Πάντως, θα της κάνω μία συζήτηση, δεν την γλυτώνει.»

Στον ήχο του κουδουνιού η Σοφία εκτοξεύεται να ανοίξει, εκείνος στρώνει το πουκάμισο του και ελέγχει το ατίθασο τσουλούφι.

Ανεβαίνει πρώτα ο Θωμάς.

«Καλώς το παλικάρι μου!» αναφωνεί ο Πολύκαρπος κι ο Θωμάς πέφτει πάνω του και τον φιλάει, πιο πολύ από ότι συνήθως σε μία αγκαλιά που δεν μπορεί να ανοίξει.

Πίσω του έρχεται η Ελπίδα, φιλάει την μάνα της, δακρύζει εκείνη, κάτι ψιθυρίζουν.

«Τι έγινε ρε Ελπιδάκι; Πολύ αργήσατε σήμερα! Μα, τι λέτε επιτέλους οι δυο σας;»

Τον πλησιάζει. Τα μάγουλα της είναι αναψοκοκκινισμένα και τα μάτια της υγρά. Σταματάει κοντά του με τα χέρια δεμένα μπροστά. Τον κοιτάζει και χαμογελάει.

«Μπαμπά μου;»

«Τι έγινε;»

«Αργήσαμε, ε;»

«Εμ, αργήσατε βέβαια!»

«Συγνώμη. Είχε κόσμο στον γιατρό.»

Παγώνει.

«Ποιον γιατρό;»

Πέφτει μέσα στα χέρια του και κλαίει.

«Μπαμπά;»

«Τι έγινε, πες μου!» της λέει και την τυλίγει απαλά, μουδιασμένα.

«Θα γίνεις παππούς.»

Παγώνει ο χρόνος ενώ τρέχει προς τα πίσω, μέχρι το πρώτο κλάμα της. Κοιτάζει την Σοφία και όλα γίνονται ξεκάθαρα.

«Το ήξερες», της λέει.

Εκείνη γελάει και κλαίει. Κουνάει το κεφάλι και ψιθυρίζει «ναι».

«Και με άφηνες;»

«Ναι.»

Εκείνος χαμογελάει και κάτι γυαλίζει στα μάτια του.

«Θύμισε μου μετά να σε τιμωρήσω.»

Μένουν για λίγο ακόμα αγκαλιασμένοι στην είσοδο, ενώ πάνω στο τραπέζι, το φαγητό κρυώνει και στα ποτήρια του κρασιού, εμφανίζονται καρδούλες και μικρά πουά.

7 σκέψεις σχετικά με το “31. Κρύο φαί και μικρά πουά

Σχολιάστε