29. Έχε τον νου σου στο παιδί

ΚΑΤΡΑΚΗΣ_Χίλια-Μιλιγκράμ_cover-large (2)

Είναι όλοι μαζεμένοι στο κουζινάκι, κάθονται, άλλοι με σταυρωμένα χέρια, άλλοι με σκυφτό κεφάλι, ο Μηνάς ακουμπάει στον μαρμάρινο νεροχύτη και στρώνει σκεφτικός το μουστάκι του. Ο Λευτέρης σε μια καρέκλα σιγοπίνει ένα κρασί κι ας είναι μεγάλη αμαρτία, χρονιάρα μέρα και μέσα στην νηστεία, ο ίδιος δεν πιστεύει και δίνει άλλοθι, δεν είναι σαν τις άλλες αυτή η Μεγάλη Πέμπτη, λέει. Κατι γίνεται εκεί έξω, άλλον σκοτώνουν, όχι τον Χριστό.

Περιμένουν, ξέρουν ότι θα συμβεί, ο Ανδρίκος της κυρα- Λένας είναι Ανθυπολοχαγός στο Γουδί, έχουν να τον δουν τρεις μέρες στην γειτονιά, από Μεγάλη Δευτέρα και ο Βασίλης δεν ακούει καλά πράγματα στο λιμάνι.

«Ο Αρναούτης;» ρωτάει χαμηλόφωνα ο Λευτέρης και όλοι γυρνούν προς το μέρος του.

Ο Πέτρος της Φωτεινής είναι οργανωμένος με το σωματείο, δεν έχει κοιμηθεί δυο βραδιά τώρα, από συνάντηση σε επαφή, να μάθει, να σώσει ό,τι μπορεί και έχει αφήσει το σώμα του βαρύ πάνω στην ψάθα της καρέκλας, δίπλα του εκείνη βουβή, μια σκιά περιμένει την Ελπίδα να τελειώσει με τον Πολύκαρπο και να γυρίσει, δεν μιλάει, λέξη δεν λέει, μόνο κοιτάζει καμιά φορά τον Πέτρο της και κρατάει την κοιλιά της που έχει μεγαλώσει πια πολύ και την δυσκολεύει.

«Τι να κάνει ο Αρναούτης;»

«Ξέρω ‘γω; Ταγματάρχης είναι. Υπασπιστής του Βασιλιά, χαμπάρι δεν πήρε; Από τις εκλογές βράζει ο τόπος. Είναι δυνατόν να το περιμένουν τα σωματεία και η αστυνομία, να έχουν όλη την δύναμη τρεις μέρες στο Γουδί και να μην ξέρει αυτός; Τι σκατά Υπασπιστής είναι;»

«Μη φωνάζετε», ο Μηνάς μιλά ήρεμα. «Πρώτα να κοιμηθεί το παιδί, όλα θα γίνουν. Άνοιξε το ράδιο αλλά χαμηλά.»

Ο Πέτρος γυρνάει το κουμπί, πιάνει ΕΙΡ, ακούγεται κλασσική μουσική, στο πνεύμα της ημέρας, είναι περασμένες έντεκα πια, κοντεύει μεσάνυχτα, χτυπάει η πόρτα.

Ο Μηνάς ανοίγει και μπαίνει η κυρά- Λένα, είναι κλαμένη, φοράει μαύρα, οχτώ χρόνια τώρα, από τότε που έχασε τον άντρα της, μόνη τον μεγάλωσε τον Ανδρέα, μόνη τον σπούδασε, τον έχει καμάρι που έγινε αξιωματικός, λεβέντης και του πάει η στολή.

«Μάθατε τίποτα, τζάνεμ;»

«Τίποτα κυρά- Λένα, τίποτα πιο νέο, πέρνα μέσα, έρχεται κι η Ελπίδα τώρα, να κοιμίσει πρώτα το παιδί, πέρνα με τους άλλους».

Μπαίνουν στο κουζινάκι και πάνω στην ώρα βγαίνει κι η Ελπίδα από το υπνοδωμάτιο, τραβάει απαλά την πόρτα, τρίζει η ριμάδα και στέκεται για λίγο να ακούσει από την χαραμάδα, η ανάσα του παιδιού την φτάνει βαριά, μια επανάληψη που την ηρεμεί και την τρομάζει.

«Τι γίνεται;» ρωτάει.

Η μουσική γεμίζει τα κενά και έχουν σκύψει όλοι πάνω από το ραδιόφωνο, ο Μπιζέ δεν αποκαλύπτει τίποτα περισσότερο, όμως παίζει ακόμα κι αυτό είναι κάτι.

«Όπως τα ξέρεις», απαντά ο Λευτέρης, «τίποτα κι από τον Ανδρέα, ακόμα εκεί είναι.»

«Κοιμήθηκε το παιδί;» ρωτάει ο Μηνάς και την πλησιάζει.

«Έχει λίγη ώρα.»

«Το νου σου, γυναίκα. Τίποτα δεν πρέπει να καταλάβει το παιδί, ακούς;»

Εκείνη κουνάει το κεφάλι και κάθεται δίπλα στην Φωτεινή που λεπτό με το λεπτό χλομιάζει.

«Θα γίνει λες;» ρωτάει δειλά και κοιτάζει έναν- έναν όλους τους σκυφτούς ανθρώπους, μα δεν παίρνει απάντηση. Σταματά στον άντρα της. «Θα γίνει, Πετρή μου;»

Εκείνος απλώνει και της χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Μη φοβάσαι», λέει χωρίς να την κοιτάει. «Μη μου φοβάσαι.»

Γυρίζει πάλι το βλέμμα στους υπόλοιπους.

«Ένας, δεν μπορεί να μου πει;» ρωτάει και ξεσπάει σε κλάματα, σώπα τζάνεμ, το παιδάκι σου να σκέφτεσαι, μη κάνεις έτσι, θα γίνει κάνα κακό, η κυρά- Λένα την παρηγοράει και την διαβάζει για το μάτι, ο Μπιζέ τελείωσε, ο Σοπέν πήρε την θέση του, το παιδί κοιμάται, ο Λευτέρης είναι χλωμός, τον Πέτρο δεν τον χωράει ο τόπος, η νύχτα προχωράει, επικρατεί απόλυτη ησυχία, κάποιος βγήκε στις σκιές του δρόμου, τρέχει να κρυφτεί, κάποιος άλλος κρατάει μαχαίρι και τον ψάχνει, κάποιος θα πεθάνει απόψε, κάτι ψυχορραγεί νύχτα Μεγάλης Πέμπτης, ο Μηνάς δείχνει θυμωμένος, γυρίζει στον Πέτρο.

«Πόσα ξέρουν;»

Εκείνος τον κοιτάει.

«Τι να σου πω δάσκαλε; Αν πάνε για τον Κύρκο, θα έρθουν και για μένα.»

«Θα τους σταματήσει ο Κανελλόπουλος», ακούγεται ο Λευτέρης. «Τι διάολο; Δεν θα τους σταματήσει;»

Μένουν όλοι αμίλητοι να ακούν. Το ραδιόφωνο τους τραβάει, με κάθε λεπτό που περνάει όλο και πιο κοντά, πλησιάζει δώδεκα, ο Σοπέν κεντάει το πιάνο, στον δρόμο τρέχουν ακόμα, η Φωτεινή κλαίει, δεν αντέχει, η Ελπίδα φοβάται, κι αν ξυπνήσει το παιδί, τι θα του πουν, ας μην ξυπνήσει, να κοιμηθεί για όσο κρατάει αυτός ο αργός θάνατος, χτυπάει δώδεκα το σήμα, αρχίζει πάλι μουσική, Μπαχ τώρα, πιο κοντά, κανείς δεν λέει λέξη, το κλάμα της τους τεντώνει, ισορροπούν πάνω του, σταμάτα ρε Φωτεινούλα της λέει, σταμάτα ρε φως μου, ξεφυσάει ο Μηνάς, ρίχνει τα μάτια στη ποδιά η κυρά- Λένα, ιδρώνει ο Λευτέρης, φωνές στους δρόμους και τρεχαλητό, τώρα ή ποτέ. Τώρα.

Η μουσική σταματά και πέφτει μαύρο. Παγώνει το αίμα, η Φωτεινή καταρρέει.

«Έγινε. Έγινε;»

«Γίνετε» λέει ο Μηνάς.

Ο Πέτρος τον κοιτάει.

«Τι κάνουμε τώρα;» ρωτάει.

«Κρύψου Πετρή.»

«Που;»

«Δεν ξέρω, μόνο φύγε. Φύγε τώρα, μην περιμένεις, μετά θα είναι αργά.»

«Η Φωτεινή;»

«Θα την προσέξουμε εμείς. Φύγε.»

Χάθηκε μέσα στην νύχτα και στο κλάμα της. Ήρθε και συναντήθηκε με το κλάμα χιλιάδων και σηκώθηκε πάνω από τις σκεπές, πάνω από τα σύννεφα κι έσταζε σιγά- σιγά στο χώμα.

Ξύπνησε το πρωί και τους βρήκε όλους στην κουζίνα, σκοτεινούς και μόνους. Η Ελπίδα τον αγκάλιασε δακρυσμένη.

«Τι έπαθες μαμά;»

«Τίποτα αγόρι μου. Είναι που ξημέρωσε Παρασκευή Μεγάλη. Με πιάνει κάθε χρόνο.»

Ο Πολύκαρπος δεν την θυμόταν τόσο θλιμμένη άλλη χρονιά. Ίσως έφταιγε το τροπάριο που έπαιζε το ραδιόφωνο εκείνη την στιγμή που ακουγόταν αλλιώτικο, περισσότερο σαν απειλή και λιγότερο σαν θρήνος, γεμάτο αριθμούς που δεν είχαν πια καμία αξία, γεμάτο επισημότητα και αγωνία. Κι ούτε ένα «αμήν».

«Έχοντες υπ’ όψιν το άρθρον 91 του Συντάγματος και κατόπιν εισηγήσεως της Κυβερνήσεως, αναστέλλομεν τας διατάξεις των άρθρων 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95 και 97 του εν ισχύι Συντάγματος καθ’ όλον το Κράτος λόγω εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων. Ο ημέτερος επί των Εσωτερικών Υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το διάταγμα τούτο.

Εν Αθήναις τη 21η Απριλίου 1967″

3 σκέψεις σχετικά με το “29. Έχε τον νου σου στο παιδί

Σχολιάστε