24. Ομορφιά μου, μην τις φοβάσαι τις πουτάνες

ΚΑΤΡΑΚΗΣ_Χίλια-Μιλιγκράμ_cover-large (2)

Πως θα είναι;

Πέρασε μία στρώση Μπρίλκρημ τα μαλλιά του και τα έφτιαξε όπως συνήθιζε, σε μια αυστηρή, σχολική χωρίστρα προς τα αριστερά.

Τι θα φοράει; Θα μιλήσουμε καθόλου, δηλαδή, πρέπει να πω κάτι ή κατ’ ευθείαν;

Δεν του άρεσαν, δεν ήθελε να θυμίζει σχολιαρόπαιδο. Τα χάλασε και τα τράβηξε όλα πίσω, κοιτάχθηκε στον καθρέφτη.

Κι άμα πετύχω κανέναν που ξέρω; Κανέναν γείτονα; Ε, άμα είναι νέος δεν θα πει τίποτα. Και παντρεμένος να ‘ναι, πάλι τίποτα δεν θα πει, τι να πει;

Έμοιαζε με αστέρα του κινηματογράφου με τα μαλλιά του έτσι φτιαγμένα και το λευκό αμάνικο. Πλησίασε το πρόσωπο του στον καθρέφτη και με την παλάμη καθάρισε τους υδρατμούς που είχαν απομείνει. Γύρισε το ένα μάγουλο, έπειτα το άλλο.

«Γαμώτο» μουρμούρισε.

Ήταν κλεισμένα δεκαέξι, από χθες δεκαεφτά και δεν είχε ακόμα τρίχες της προκοπής για να ξυρίσει. Δυο μανδαρινικά τσουλούφια χνούδι στην άκρη των χειλιών όλο κι όλο και αυτό ήταν ακόμα χειρότερο από να μην έχει καθόλου τρίχες.

Λοιπόν, κάνε ό,τι είναι να κάνεις, θα μου πει. Κι εγώ θα…

Δεν σκόπευε να φορέσει τα καλά του. Στο γενέθλιο, του είχε φορέσει η μάνα του μια άθλια βερμούδα τσόχινη, σε ένα άθλιο πράσινο χρώμα με ένα εξ ίσου άθλιο καρώ πουκάμισο. Αν δεν ήταν τα μανδαρινικά τσουλούφια, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως έκλεινε τα δώδεκα, όχι τα δεκάξι. Τουλάχιστον δεν είχε πάει στράφι όλη η μέρα. Ο θείος ήρθε να του ευχηθεί.

Λες να πρέπει να τα κάνω όλα εγώ;

Πήγε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε.

«Να σου πω ρε σπόρε…»

«Πες μου θείε.»

«Τρίχωσαν τα πόδια σου.»

«Ναι, θείε.»

«Δεν σε φαγουρίζουν;», ρώτησε και χαμογελώντας, έχωσε ένα πεντακοσάρικο και ένα διπλωμένο χαρτί στην τσέπη της βερμούδας. «Εμένα με φαγούριζαν πολύ. Συνέχεια, να τα ματώσω κόντευα!»

Ο Πολύκαρπος έπιασε στην τσέπη του τα λεφτά και το χαρτί.

«Τι είναι;»

«Δώρο. Για τη φαγούρα. Διάβασε το, το βράδυ. Κι αύριο να το φροντίσεις. Πες πως σ’ έστειλα εγώ.»

«Για που το ‘βαλες έτσι γαμπρός εσύ;» τον σταμάτησε η μητέρα του στην πόρτα.

«Κάτι που έχει, από Παρασκευή, στο είπα, ο Δημήτρης…»

Εκείνη χαμογέλασε.

«Τι λες παιδάκι μου, δεν καταλαβαίνω!»

«Ωχ, ρε μάνα! Δεν είμαι μωρό πια, βόλτα πάω, δεν θα αργήσω», της απάντησε φουρκισμένος και κόκκινος σαν του λιμανιού τον ζερβό φάρο και έκανε να φύγει.

«Στάσου.»

Εκείνη τον πλησίασε. Άπλωσε τα χέρια της και του έφτιαξε τον γιακά, χαϊδεύοντας το στέρνο του.

«Όχι. Δεν είσαι», του είπε και τον έσπρωξε απαλά από την εξώπορτα. «Να προσέχεις.»

Όταν έκλεισε πίσω του η πόρτα, απλώθηκε μπροστά του ο κόσμος. Αλλιώτικος, τεράστιος, δικός του κόσμος.

Έρχεται απαλά στην αρχή, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Είναι η κρεμασμένη μπουγάδα με τα λευκά που δεν χρησιμοποιείς ποτέ εσύ. Έπειτα τα καλσόν κι οι φούστες πάνω από το γόνατο στις οικογενειακές γιορτές, το μπουρνούζι που πετάει από την ανοιχτή πόρτα η μητέρα σου, η παλιά ρόμπα της Αναστασίας από απέναντι που έχει μια μικρή τρυπούλα ακριβώς κάτω από το φρέσκο στήθος και δεν πρόλαβε να την μαντάρει, ένα εμπριμέ φουστάνι στον δρόμο και φτάνει καλοκαίρι μπρος στα μάτια σου, μέχρι που πυρώνει το χαλίκι κι εκείνη κάθεται εκεί, στην στάση με τα πόδια σταυρωμένα, έχει περπατήσει πολύ, σηκώνει την φτέρνα πάνω από την γόβα, πατάει στα δάχτυλα και στο κενό του στήθους της σμίγουν οι σταγόνες από τον ιδρώτα και κατεβαίνουν προς την κοιλιά της, βουτάς να τις πιάσεις, τελευταία στιγμή διστάζεις, όχι από φόβο, αλλά θέλεις να δεις που θα καταλήξουν, θέλεις να δεις αν θα σταθούν στον αφαλό ή αν θα πάνε πιο χαμηλά κι αν θα νοτίσουν τις πτυχές του βαμβακιού, της δαντέλας ή της σάρκας. Και πριν προλάβεις να πάρεις τα μάτια σου, γυρίζει και σε κοιτάει, δείχνεις ολωσδιόλου ηλίθιος, τα μάγουλα σου καίνε και ανάμεσα στα πόδια σου έχεις ένα σκληρό κατάρτι πλοίου που διαγράφεται προδοτικά κάτω από την σχολική βερμούδα.

Στρέφεις το βλέμμα στον δρόμο, μετράς κουτσουλιές και προσπαθείς να ξεφουσκώσεις το καβάλο σου, τραβάς την σάκα σου μπροστά και μπαλατζάρει, την νοιώθεις να χαμογελάει κολακευμένη από την επιθυμία, τρυφερή απέναντι στην πρώτη σου ορμή κι έχει στο βλέμμα καρφωμένη κάθε αιτία, κάθε δικαιολογία για να επιθυμείς. Και τότε ξέρεις. Τότε μαθαίνεις να ποθείς ως που στο τέλος, μονάχα ποθείς, με κάθε πόρο του κορμιού σου ποθείς και θες να πεθάνεις που δεν μπορείς να έχεις.

Έφτασε έξω από τη στενή πόρτα. Έβγαλε το χαρτί και έλεγξε την διεύθυνση που του είχε γράψει ο θείος του. Σωστά είχε έρθει. Χτύπησε απαλά ενώ το κόκκινο φως πάνω από το κεφάλι του απλώνονταν ασθενικό σε έναν δρόμο που δεν είχε ακόμα ζωντανέψει.

Του άνοιξε κι εκείνος μπήκε.

«Καλώς το ομορφόπαιδο» είπε και στάθηκε μπροστά του, η μεταξωτή ρόμπα της ήταν ανοιχτή και φορούσε μόνο ένα ζευγάρι ψηλές, διάφανες κάλτσες. Αντίθετα σε κάθε νόμο, της κοινωνίας, της φύσης, του ίδιου του Θεού, ο Πολύκαρπος, έμεινε ακίνητος στην θέση του με τα ματιά στραμμένα στο πάτωμα.

«Είστε η Φρόσω;»

Εκείνη χαμογέλασε.

«Αυτή είμαι ομορφούλη μου. Και λόγου σου; Ποιος είσαι που με ξέρεις με το μικρό μου;»

Δίστασε, γύρισε και κοίταξε την πόρτα έπειτα ξανά εκείνη, σήκωσε τα μάτια μέχρι που αντίκρισε το γυμνό κορμί, μετά ξανά την πόρτα, ήθελε να φύγει τρέχοντας, προς ποια κατεύθυνση, πίσω του ή μπρος του, δεν ήταν σίγουρος.

Έβγαλε από την τσέπη το χαρτί και της το έδωσε. Εκείνη το πήρε και διάβασε ρίχνοντας του ματιές. Όταν τελείωσε τον πλησίασε.

« Σ’ αγαπάει πολύ ο θείος σου», του είπε και τον πήρε από το χέρι. «Έλα μαζί μου.»

Έκανε ένα βήμα όμως ο Πολύκαρπος δεν κουνήθηκε. Γύρισε προς το μέρος του.

«Ομορφιά μου», του είπε. «Μην τις φοβάσαι τις πουτάνες.»

Τα μάτια τους σταύρωσαν στο κενό.

«Δεν σε φοβάμαι», απάντησε. «Αλλά δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω.»

Εκείνη χαμογέλασε. Έσκυψε κοντά του, ένοιωσε την ανάσα της πάνω στα χείλη του και μετά την υγρή γλώσσα, τα δόντια της, το στόμα της μύριζε τσιγάρο και κρασί και κάτι ακόμα, κάτι που έψαχνε χρόνια μετά σε άλλα χείλη κι όμως, ποτέ δεν βρήκε.

Κόπηκε το φιλί και μέσα στην παραζάλη, την άκουσε να του λέει, «θα σε βοηθήσω».

6 σκέψεις σχετικά με το “24. Ομορφιά μου, μην τις φοβάσαι τις πουτάνες

  1. Πόσο γλαφυρό και περιγραφικό. Υπέροχη αφήγηση της άγουρης πρώτης εμπειρίας.

    Θα έχω το νου μου λοιπόν αν κανένας θείος χώσει σημείωμα στο γιο μου όταν κάποτε μεγαλώσει!χαχα
    Πραγματικά το απόλαυσα, κύλισε σαν νερό!
    Καλό ξημέρωμα!

    Αρέσει σε 2 άτομα

    1. Καλημέρα!
      Να σου ζητήσω μια μικρή χάρη. Αν τύχει και βρεις κανένα τέτοιο σημείωμα, κάνε τα στραβά μάτια!

      Άσε που, τώρα πια, δεν υπάρχει λόγος για τέτοια «δώρα». Ευτυχώς, ο φρέσκος έρωτας φυτρώνει αδέσποτος, ελεύθερος.
      Είναι να σε αγχώνει σαν γονιό αλλά αυτό μάλλον είναι πρόβλημα δικό μας. Τι να κάνουμε; Θα έρθει ενα βράδυ που θα ξέρουμε σίγουρα σε τι είδους περιπέτειες έχουν μπλέξει τα βλαστάρια μας και τότε, καλά θα κάνουμε να έχουμε απο κοντά ενα μπουκάλι Jack Daniels γιατί αλλιώς σκούρα τα πράγματα!

      Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε