23. Ο διάφανος άνθρωπος

old-man-smoking-black-white-91021769

Έχει χρόνια που μαραζώνει ο κυρ- Παντελής. Μέρα με την μέρα γίνεται πιο ισχνός, το κρανίο του διαγράφεται πλέον ξεκάθαρα κάτω από τα ρυτιδωμένα του μάγουλα. Τα αφήνει αξύριστα, ο Πολύκαρπος πιστεύει πως το κάνει για να υπάρχει ένα σημείο αναφοράς πάνω στο πρόσωπο του. Όλα τα υπόλοιπα ξεθωριάζουν, τα χείλη του έχουν γίνει δυο λεπτές γραμμές και τα μάτια του βουλιάζουν μέσα στις κόγχες, δεν είχε ιδέα, ποτέ δεν σκέφτηκε τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να ξεθωριάσει ένας άνθρωπος. Ο κυρ- Παντελής θυμίζει polaroid ξεχασμένη στον ήλιο, λίγες γραμμές προδίδουν το στιγμιότυπο μιας ζωής τώρα πια.

Είναι ογδόντα χρονών, τον ξέρει από τότε που έπιασαν το διαμέρισμα στην Αμφιάλη με την Σοφία, πάνε τριάντα χρόνια από τότε. Τους καλωσόρισε από τους πρώτους στην πολυκατοικία, αυτός και η κυρία Άννα, η γυναίκα του. Έμεναν στον δεύτερο. Ο κυρ- Παντελής τους χαιρόταν, «φρέσκο ζευγαράκι πουλάκια μου, θα πάρει ζωή η γειτονιά». Κρατούσε το μαγαζάκι με τα ψιλικά στην γωνία, τους ήξερε όλους με το μικρό και την μάρκα των τσιγάρων τους και όλοι είχαν περάσει τουλάχιστον μια φορά από το σαλονάκι της κυρίας Άννας για καφέ και πιροσκί, τα έφτιαχνε και τα δυο με μανία, όχι γιατί της άρεσαν τόσο, όσο γιατί της άρεσε να τα προσφέρει.

Βαδίζει στο πεζοδρόμιο της Λαμπράκη. Είναι μεγάλος ο δρόμος και φασαριόζικος, όλο νεύρα και το ψιλόβροχο δεν βοηθάει. Έχει σφιχτεί ο ουρανός, διπλώθηκε σαν βρώμικο στυπόχαρτο και η υγρασία του τρυπάει τα κόκκαλα. Αναλογίζεται το ενδεχόμενο να ξεθωριάσει κι αυτός, όμως δεν το πιστεύει, ο κυρ- Παντελής είναι μοναδική περίπτωση, δεν φταίνε τα χρόνια.

Το μαγαζάκι ήταν μια μικρή, βρώμικη τρύπα. Όλα τα παιδιά περνούσαν με τα κέρματα τους για OKey, Καραμπόλα και Lucky Cup και αν είχαν «δαγκώσει» την γιαγιά, Σικάγο και Τυροσούζα. Εκείνος τους έλεγε την τιμή κι αν καμιά φορά δεν έβγαιναν τα κέρματα και τα παιδιά μετρούσαν και ξαναμετρούσαν τους τα άρπαζε από την χούφτα μ’ ένα «φερ’ τα ‘δώ μωρέ, τι μετράς τόση ώρα; Να, δέκα και δέκα και είκοσι κι άλλα τόσα, εντάξει είναι, άντε να παίξεις».

«Μα, δεκάρικο ήταν…»

«Εικοσάρι ήταν, το ‘δα εγώ. Εσύ δεν μετρούσες σωστά, φεύγα. Στάσου, πάρε και μια τσίχλα. Τώρα φεύγα.»

Έχει αρθρίτιδα τώρα, τα δάχτυλα του έχουν σκεβρώσει, αδύνατον να μετρήσει, πονάει φριχτά και η υγρασία δεν βοηθάει. Κάνα- δυο φορές τον πήραν τα κλάματα κι ο Πολύκαρπος δεν βρήκε τρόπο να τον παρηγορήσει. Ρώτησε αν πήρε τα φάρμακα του, ίσως ένα παυσίπονο… Δεν απάντησε ο κυρ- Παντελής, κούνησε μόνο το κεφάλι.

Ίσως πάλι, τα χέρια του να πονούσαν τόσο φριχτά επειδή ακριβως δεν μετρούσε άλλο λάθος κέρματα με τον μαγικό τρόπο που ειχε να τα βγάζει πάντοτε σωστά.

Καθώς πέφτει πάνω του η ψιλή βροχή νοιώθει κάπως μουδιασμένα τα δάχτυλα του, η υγρασία τον κάνει να ανοίγει και να κλείνει τις παλάμες του νευρικά. Ξεφυσάει και σκέφτεται πως ίσως κάποια στιγμή να μην μπορεί και εκείνος να μετρήσει σωστά τα λάθη, μα διώχνει βιαστικά την σκέψη. Ούτε τόσο γέρος είναι όσο ο κύριος Παντελής, ούτε τόσο καλός που να τον νοιάζει πάνω απ’ όλα η χαρά, το χαμόγελο και το μέσα φως των άλλων.

Συνεχίζει να περπατάει, περνάει έξω από ένα κατάστημα ρούχων, στην βιτρίνα η Σοφία ειχε δει μια τσάντα που της άρεσε, ρίχνει μια κλεφτή ματιά, ακόμα εκεί είναι, δεν την πήρε κανείς.

Έφερνε τα Κάμελ του Αντώνη, τα Sante της Βούλας, Silk Cut μωβ για τη Αγγελική, Kent κατοστάρι του Παναγιώτη, που ήταν ναυτικός και τα έπαιρνε μόνο Δεκέμβριο με Φεβρουάριο αλλά του τα κρατούσε όλο τον χρόνο από τότε που μια χρονιά ξεμπάρκαρε μέσα Ιουνίου. Έσκασε ο κυρ- Παντελής, «άκαπνο το άφησα το παιδί» και του έδωσε ένα President να βολευτεί για κάνα- δυο μέρες μέχρι να περάσει ο τσιγαράς, μα το έφερε βαρέως που δεν το γούσταρε ο διπλανός του το χαρμάνι με τον καφέ ή το ούζο, έλεγε πως έφταιξε αυτός για την μισή χαρά κι ενώ όταν μαζεμένοι στο μαγαζάκι οι γείτονες -μαζί κι ο Παναγιώτης- του έλεγαν «μη σκας βρε κυρ- Παντελή, σιγά τα λάχανα», εκείνος έκανε πως δεν στεναχωριόταν. Αργότερα έχανε τον ύπνο του μέχρι να γίνει σωστά η δουλειά και να αξίζει τον κόπο και το πλούσιο καϊμάκι και η απόσταξη.

Παίρνει τώρα την στροφή του δρόμου και λογαριάζει πόσα βράδια να ‘χει περάσει άγρυπνος ο κυρ- Παντελής για τους άλλους, όσο περνάνε τα χρόνια ο άνθρωπος δυσκολεύεται να κοιμηθεί, του συμβαίνει και του ίδιου. Ανοησίες. Επειδή γερνάει δεν σημαίνει πως χάνει τον ύπνο του για τους άλλους, πρέπει να έχεις μέσα σου κάτι ακατονόμαστο, κάτι πολύ ανώτερο για να ξενυχτάς για το χατίρι των άλλων κι όχι από ένα βιολογικό ρολόι που όσο πάει ξεκουρδίζεται. Καταλήγει πως ευτυχώς, αυτός δεν είναι έτσι και χαμογελάει ανακουφισμένος. Μπροστά του, χαράζει το πρώτο ασθενικό φως μιας υγρής μέρας, σε λίγες ώρες πρέπει να πάει στην δουλειά.

Ο ίδιος κάπνιζε κατι παράξενα ξανθιώτικα Κιρετσιλέρ, τα έμαθε στον στρατό, έλεγε, και του έμειναν κουσούρι γιατί άντε να τα βρεις. Τα έφερνε όμως μόνο για αυτόν. Τώρα πια που ειχε κλείσει και το μαγαζί, με την Άννα του χαμένη από χρόνια -του τα έφερνε όποτε πήγαινε στην λαϊκή από ένα περίπτερο κανένα χιλιόμετρο μακριά- δεν μπορούσε να τα βρει κι ήταν ικανός να μείνει άκαπνος τελείως. Χαμένος, μόνος και άκαπνος πάει πολύ.

Διάφανος να ξεθωριάζει, ο φουκαριάρης ο κυρ- Παντελής κι όχι από τα χρόνια, αλλά που είχε σταματήσει εδώ και χρόνια να φροντίζει, να προσφέρει και να πληρώνετε με λάθος κέρματα και σωστά χαμόγελα. Ηρέμησε ο Πολύκαρπος, δεν θα κατέληγε στην ανυπαρξία του κυρ- Παντελή, λίγοι άνθρωποι μαραζώνουν στο σώμα από μια καρδιά μεγάλη. Η δική του, ήταν μια κανονική, σαν όλων των άλλων.

Μπήκε κάτω από την τέντα και τίναξε από το μπουφάν του τις σταγόνες.

«Καλημέρα κύριε Πολύκαρπε! Πάνω στην ώρα!»

«Καλημέρα Βασιλάκη. Ήρθαν;»

«Προ ολίγου» απάντησε ο περιπτεράς. «Πέντε; Όπως πάντα;»

Ο Πολύκαρπος πλήρωσε, πήρε πέντε πακέτα Κιρετσιλέρ και έφυγε βιαστικά. Είχε χαράξει για τα καλά και βιαζόταν τρομερά. Όχι για να κάνει έναν ξεθωριασμένο άνθρωπο χαρούμενο, όχι. Τόσο καλός δεν ήταν. Απλά, δεν ήθελε να καθυστερήσει στην δουλειά.

 


8 σκέψεις σχετικά με το “23. Ο διάφανος άνθρωπος

Σχολιάστε