22. Με ένα κόκκινο Canson

ΚΑΤΡΑΚΗΣ_Χίλια-Μιλιγκράμ_cover-large (2)

Συνηθίζουν να κάθονται στο τραπέζι της κουζίνας για την μελέτη. Είναι μικρό, η μια μεριά στον τοίχο και οι καρέκλες στην σειρά τριγύρω, πάνω του ένας μουσαμάς με φρούτα σε κίτρινο φόντο και στο πλάι μια στενή μπαλκονόπορτα. Είναι ανοιχτή, η κουρτίνα τραβηγμένη και μπαίνει όμορφα το απογευματινό φως. Κάθονται κοντά ο ένας στον άλλο, σκύβουν πάνω από το αναγνωστικό της Πρώτης και το τετράδιο αντιγραφής, ο Πολύκαρπος εξηγεί, η Ελπίδα μαθαίνει, αυτή την ώρα έχει πάντα ησυχία, ο μεγάλος είναι στην προπόνηση και η Σοφία στο μαγαζί.

Εκείνο το απόγευμα η Ελπίδα δυσκολευόταν τρομερά, έδειχνε περισσότερο αγχωμένη από ότι συνήθως κι ας μην είχε παρά μία χειροτεχνία. Ούτε γραμματική, ούτε προπαίδεια. Μια απλή χειροτεχνία και τίποτα άλλο.

Τα χέρια της είναι μικρά και σχεδιάζει τρομερά κακότεχνα με κόπο και συστολή πάνω σε κόκκινο κανσόν, ο Πολύκαρπος χαμογελάει.

«Δεν τα καταφέρνεις;»

Η Ελπίδα κουνάει εκνευρισμένη το κεφάλι.

«Καν’ την εσύ», του λέει και σπρώχνει προς το μέρος του το χαρτόνι και το μολύβι. «Θέλω να είναι ωραία!»

«Μπορείς και μόνη σου», την ενθαρρύνει.

«Όχι ρε μπαμπά! Θα την κάνω χάλια», επιμένει εκείνη και βουρκώνει από αγανάκτηση. «Καν’ την εσύ, σε παρακαλώ, πρέπει να είναι ωραία.»

«Αν είναι από εσένα, θα της αρέσει περισσότερο.»

«Θα της πούμε ότι την έκανα εγώ.»

«Ψέματα δηλαδή;»

Η Ελπίδα το σκέφτεται και σκυθρωπιάζει. Τραβάει απρόθυμα το χαρτόνι μπροστά της και σχεδιάζει, γράφει, ζωγραφίζει, χρησιμοποιεί όλα της τα μολυβιά και τους μαρκαδόρους, ξύνει, σβήνει, διορθώνει, κόβει, διπλώνει, ξανά, της ξέφυγε λίγο, τρίτη φορά, θέλει να είναι τέλειο, θέλει να είναι ό,τι πιο όμορφο έχει φτιάξει, για εκείνη.

«Είναι πολύ όμορφο και έτσι!» της λέει ο Πολύκαρπος.

«Όχι! Λίγο ακόμα», συνεχίζει και γράφει και στο τέλος, στολίζει με γκλίτερ μαρκαδόρο, εξετάζει την δημιουργία της και χαμογελάει.

«Τώρα είναι έτοιμη!» λέει όλο περηφάνια και την σηκώνει στα χέρια της προσφέροντας την στον πατέρα της. «Θα την κρύψεις;»

Εκείνος την εξετάζει προσεκτικά και χάνεται.

Δεν είναι πάντα εκεί. Όποιος ισχυριστεί κάτι τέτοιο δεν είναι παρά ένας κοινός ψεύτης, θα ήταν αβάσταχτο αλλιώς. Ούτε και σταματά ποτέ.

Είναι μια πολύ άσχημα κομμένη καρδιά από χαρτόνι κανσόν. Πραγματικά, δύσκολα θυμίζει καρδιά, μοιάζει περισσότερο με κόκκινο αυγό μάτι όμως μέσα της κρύβει όλα τα μεγάλα μυστικά και τα «για ποιον λόγο» που κάθε τόσο ξεπετάγονται μπροστά του.

Έρχεται σε κύματα, έρχεται απρόσκλητο και φεύγει εξαναγκασμένο. Δεν το βλέπει, δεν το περιμένει κανείς. Μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή, όσα χρόνια κι αν περάσουν.

«Είναι τέλεια!»

Μπορεί να συμβεί με μια πρέζα κανέλα μέσα σε κόκκινη σάλτσα όπως βράζει το φαΐ κι από κάποιο ανοιχτό παράθυρο ξεσηκώνει την γειτονιά που προσπερνάς. Μπορεί με ένα τυχαίο ήχο από σανδάλι scholl πάνω στο μάρμαρο του μπαλκονιού, από ένα αδέσποτο «αχ» που βρήκες στον δρόμο, ακόμα, από ένα άρωμα Tosca, ξεχασμένο στο ντουλάπι της γιαγιάς κι από κάτι άλλο, πολύ πιο απροσδόκητο και τρομαχτικό, όπως ένα βλέμμα ή μια ελιά στο πρόσωπο κάποιου, πάνω από τα χείλια ακριβώς. Όταν κρατάς ένα παιδί στα χέρια σου, το δικό σου παιδί, το παιδί του φίλου ή του αδελφού και σκουπίζεις τα ανόητα παράπονά του από τα μάτια του.

Είναι ένα φθηνό κόλπο, τιποτένιο και σαδιστικό που αφοπλίζει αυτοστιγμεί κάθε λογικό μέτρο. Άλλωστε, δεν σου δίδαξε ποτέ λογική, δεν έπρεπε να το κάνει. Καρδιά σου δίδαξε, με το κιλό ή με το μέτρο.

Η Ελπίδα χαμογελάει πιο πλατιά και μετά σοβαρεύει.

«Θα σου κάνω και εσένα μία», λέει, «αλλά μετά την Χάνα Μοντάνα! Να πάω να την δω;»

Είναι ένα σουέλ, δεν το βλέπεις όμως μπορεί να σε βυθίσει και συνήθως το κάνει, όπως όταν βούλιαζες στα παραμύθια της, όταν χάιδευε τα βρωμερά μαλλιά σου και σε έλεγε αγρίμι.

«Να πας», της λέει και κοιτάζει ξανά την καρδιά.

Γράφει «Σ’ αγαπάω Μαμά» με άσχημα γράμματα. Τόσο απλό και λίγο, ίδιο με ένα τίποτα, ίδιο με ένα βουβό κύμα, με απόνερα μιας περασμένης μπόρας, που έχεις σχεδόν ξεχάσει.

Μένει μόνος. Παίρνει το ψαλίδι κι αρχίζει αφηρημένος να κόβει.

Καθόταν δίπλα του με την μεσάτη φούστα της και τα μαλλιά να κατεβαίνουν αστατα μπροστά στο πρόσωπο της.

«Τι έπαθες;» του έλεγε.

Κι όπως σήκωνε το βλέμμα και την κοιτούσε να του χαμογελάει ήξερε πως δεν είχε πάθει τίποτα, ήξερε ότι ποτέ δεν θα πάθαινε τίποτα γιατί εκείνη με κάθε χτύπημα, με κάθε ρεζιλίκι, με κάθε πείνα, θα ήταν εκεί και θα ρωτούσε. Κι αυτό, τα έκανε όλα απλά.

Κόβει κι από το σαλόνι ακούει την Χάνα να τραγουδάει, η Ελπίδα χορεύει.

Η Ελπίδα. Θα ήταν εκεί, πίστευε, κι όμως ακούγεται καταπραϋντικό το όνομα κι είναι τουλάχιστον δίκαιη ανταμοιβή να ανταποδώσεις την αγάπη που πήρες, δίνοντας την -διπλή αν μπορείς- σε κάποιον με το ίδιο όνομα.

Δεν ήταν κάτι τραγικό, ούτε και πρωτότυπο, δεν κηλίδωσε την ιστορία της γειτονιάς ο θάνατος της. Ούτε και άδικος ήταν. Κοινός ήταν. Κι ίδια κοινή, μια από όλες , με τα ίδια ρούχα, τα ίδια χέρια, τα ίδια μάτια, τίποτα εξαιρετικό.

Ό,τι εξαιρετικό ήταν να γίνει, έγινε αφού πέθανε.

Είναι σχεδόν έτοιμο, παίρνει μολύβι.

Γιατί όσο ζούσε, δεν ήταν παρά μια αυτονόητη αναπνοή, τίποτα. Μια εικόνα της γειτονιάς, ένα τραγούδι χιλιοπαιγμένο, τραγουδισμένο από όλο τον κόσμο, ήταν ένα απλό φαΐ που το βαριέσαι, το ρούχο που σιχάθηκες να βλέπεις στις φωτογραφίες του εαυτού σου, τα μαλλιά σου που όλο αλλάζεις, τα γόνατα σου που είναι χοντρά και άσχημα, ένα άγευστο ποτήρι νερό, τίποτα, αυτό ήταν, ένα τίποτα και επιστρέφει μέσα σου, σουέλ θανάτου, θα τουμπάρεις αν δεν βρεις κάτι να πιαστείς, κάτι, ό,τι να ‘ναι, ας είναι η Χάνα απ’ το δίπλα δωμάτιο, ας είναι μια άλλη Ελπίδα, ας είναι ένα κομμάτι κανσόν.

Το κοιτάει, τέλεια κομμένο σε σχήμα καρδιάς, πάνω γράφει «Σ’ αγαπάω Μαμά», παίρνει ένα τασάκι, σπίρτα και τα τσιγάρα.

Το βάζει μπροστά του, η Ελπίδα χορεύει ακόμα, μέσα βάζει το κόκκινο χαρτόνι, βρίσκει το τσαφ του σπίρτου να κρατηθεί, το ακουμπάει στην άκρη της καρδιάς και με την φλόγα της, ανάβει ένα Μάλμπορο ενώ το σουέλ ξεθωριάζει κι απομένει μόνο ένα χαμογελαστό γυναικείο πρόσωπο με υψωμένο ποτήρι από τα τελευταία Χριστούγεννα.

«Χρόνια πολλά ρε μάνα», και ας είναι πολλά, ακόμα και για ένα βουβό κύμα.

3 σκέψεις σχετικά με το “22. Με ένα κόκκινο Canson

Σχολιάστε