18. Και όλα καλά

ΚΑΤΡΑΚΗΣ_Χίλια-Μιλιγκράμ_cover-large (2)

«Όλα καλά!»

Έτσι λέει σε όλους.

Στον φίλο που συνάντησε τυχαία, που χάθηκες ρε Πολύκαρπε, τι κάνει η Σοφία, τα παιδιά. Στους συναδέλφους, στον φούρναρη και στον περιπτερά, στην γειτόνισσα που όλα θέλει να τα ξέρει, όλα καλά σε όλους και δεν λέει ψέματα.

Μπαίνει στο σπίτι.

«Μπαμπά, ο Ηλίας λέει ότι ο Ρονάλντο είναι καλύτερος από τον Ζιντάν!», τρέχει πάνω του ο Μηνάς και τον τραβάει από το μανίκι, «έλα να δεις, τον έχω σε αυτοκόλλητο!»

«Να δω…»

«Μπαμπά! Εγώ βε φέλω να φάω!» φωνάζει μόλις τον βλέπει η Ελπίδα με μισές λέξεις που δεν συνήθισαν τα χείλη να προφέρουν και τυλίγεται γύρω από τα πόδια του.

«Δεν σου αρέσει το φαΐ, μικρή μου;»

«Ρε μπαμπά, έλα σου λέω!»

«Βε φέλω αρακά! Φέλω μπισκότο και μπανάνα!»

«Πολύκαρπε, ήρθες;» ακούει την φωνή της Σοφίας από την κουζίνα.

«Μπαμπά;» επιμένει ο Μηνάς, «θα το δεις το άλμπουμ τελικά; Κοίτα μπαμπά, κοίτα!» τρέχει να του το δείξει.

«Φα μου βώσεις μπισκότο; Κοίτα, εγώ χοεύω!» ανοίγει τα χέρια της και χοροπηδάει.

Γύρω του ανεμίζουν δυο μπερδεμένα κοτσίδια, το δεξί πόδι του Μηνά που προσπαθεί να κάνει ανάποδο ψαλιδάκι, μια σελίδα με την εθνική Βραζιλίας με το ξυρισμένο κεφάλι του Ρονάλντο και ο λογαριασμός της Δ.Ε.Η.

Η Σοφία τον αγκαλιάζει από πίσω και του βάζει τον λογαριασμό στην τσέπη ενώ του δίνει ένα φιλί στο μάγουλο.

«Πόσο χαίρομαι που γύρισες, είναι εκτός ελέγχου και οι δυο» του λέει και μυρίζει τον λαιμό του. Χαμογελάει καθώς το κάνει και τον δαγκώνει απαλά. «Θα τον πληρώσεις αύριο, μην τρέχω στην τράπεζα;»

«Μπαμπά, κοίτα κολπάρα!»

«Γκαλίτσα φέλω, μπαμπά μου!»

Χέρια, πόδια κι αγκαλιές γύρω του, όλα καλά λέει σε όλους και λέει αλήθεια, η Ελπίδα του τραβάει το σακάκι.

«Ρε Ελπίδα! Κάνε στην άκρη! Κοίτα σου λέω, κάνεις τακουνάκι και…»

«ΟΧΙ! Γκαλίτσα!» φωνάζει εκείνη και τον σπρώχνει.

«Έφαγες; Κράτα τους λίγο να σου ζεστάνω», συμπληρώνει η Σοφία και τον αφήνει πετώντας του ένα ακόμα φιλί.

Όλα καλά λέει, σε όλους το ίδιο, με χαμόγελο και κέφι, η Ελπίδα χορεύει μπροστά του, ο Μηνάς του δείχνει πόσο δυνάμωσαν τα χέρια του, η Σοφία του κλείνει πονηρά το μάτι κι αυτός εκεί, στην μέση όλων όσων είναι καλά, νοιώθει τα πόδια του να κολλάνε μέσα στις κάλτσες, τα παπούτσια τον στενεύουν, είναι βαριά η τσάντα, γιατί την κρατάει ακόμα δεν ξέρει, η γραβάτα τον πνίγει και το μόνο που θέλει είναι να κατουρήσει, κοντεύει να σκάσει.

Γονατίζει, ακουμπάει την τσάντα δίπλα του και ανοίγει τα χέρια. Πέφτει μέσα τους η Ελπίδα και τυλίγεται πάνω του, γύρω από τον λαιμό του, ακουμπάει το κεφάλι της στο στήθος του και του χαϊδεύει όσο φτάνει τα μαλλιά. Την σηκώνει, την κρατάει με το ένα χέρι και με το άλλο βάζει δύναμη με τον Μηνά. Χάνει, ο Μηνάς γελάει και επιστρέφει στα αυτοκόλλητα του μιλώντας συνεχώς για το Μουντιάλ που πλησιάζει, η Ελπίδα ηρεμεί και όσο την κρατάει πάει στην κουζίνα, δίπλα στην Σοφία και ακουμπάει το ελεύθερο χέρι του πάνω στην μέση της, εκείνη χαμογελάει χωρίς να σταματήσει αυτό που κάνει και το χέρι του γλιστράει προς τα κάτω και σφίγγει μπερδεύοντας τις πτυχές του φορέματος με το εσώρουχο και την σάρκα που ανατριχιάζει.

Όλα καλά και ανθηρά και με ροδοπέταλα στρωμένα.

«Μπαμπά, τώα φέλω να φάω», της δίνει από το δικό του, τρώει το μισό «κι ο Όουεν παιχτούρα είναι αλλά εγώ μπορώ να τον νικήσω», «αύριο μας περιμένει ο παιδίατρος για το εμβόλιο της μικρής», χάδια και φιλιά, μάτια μεγάλα τον κοιτούν, χαμογελάνε, φωνάζουν το όνομα του, την ιδιότητα του, πατέρας, εραστής και φίλος όλων, τρώει τρία μπιζέλια, δυο δίνει στην Ελπίδα που κάθεται στα πόδια του, το ψωμί στον Μηνά με τυρί, βλέμματα στην Σοφία και γλυκόλογα για το φαγητό, του χαϊδεύει το χέρι, τα πόδια του κολλάνε ακόμα μέσα στις κάλτσες, η κύστη του θα εκραγεί, μην φύγεις μπαμπά, περίμενε να δεις, γκαλίτσα φέλω, να σου πω ένα τραγουβάκι, μωρό μου, να κάνω ένα μπάνιο πριν φύγω, κράτησε τους λίγο.

Όλα καλά, έχει να δώσει, θέλει, λατρεύει να τους δίνει. Η Ελπίδα ζητάει αγάπη, ο Μηνάς προσοχή, η Σοφία τρυφερότητα, καλή αγκαλιά, πατέρας βράχος, γκόμενος, εραστής που να προκαλεί τις αισθήσεις, μεγάλος παραμυθάς, πρώτος σκόρερ, φονιάς δράκων, καλύτερος φίλος, όλα καλά λέει, είναι απ’ όλα, είναι ό,τι του ζητούν.

Στέκεται όρθιος ζορισμένα, προσπαθεί να χαμογελάσει με τα κόλπα των παιδιών, με την Σοφία που τον σκουντάει με τον γοφό, μα του είναι όλο και πιο δύσκολο να δώσει όσα του ζητούν, ζητούν πολλά, ζητάνε πάντα κι αυτός αδειάζει κάθε τόσο και δεν έχει άλλο, δεν θέλει άλλο να είναι όσα προσμένουν από αυτόν γιατί δεν έχει, είναι λεπτός τώρα, πολύ, οριακά διάφανος όπως υπερβολικά λίγο βούτυρο πάνω σε μια μεγάλη φέτα ψωμί, ζεστή πράγματι, αφράτη φέτα όλο άρωμα μα υπερβολικά μεγάλη και δεν φτάνει για να τους καλύψει, θυμώνει με τα «θέλω» τους, τα βάζει με το μικροσκοπικό του διαθέσιμο, αλλά για όνομα του Θεού, τουλάχιστον ένα κατούρημα, να βγάλει τις καταραμένες κάλτσες, να λύσει την γραβάτα, αφήστε με, επιτέλους, ήσυχο!

Σέρνει την μέρα, σέρνει και την επόμενη, τα χάνει, είναι πολύ, ο Μηνάς θέλει μα αυτός βαρυγκωμάει, η Ελπίδα του γελάει κι αυτός σιωπά, η Σοφία φοράει το δαντελένιο της εσώρουχο κι εκείνος κάνει πως δεν βλέπει γιατί δεν θέλει να δώσει, νοιώθει πως δεν έχει άλλο.

Και κάποιο βράδυ μιας ολόιδιας μέρας που ελπίζει απλά σε έναν γρήγορο ύπνο, αυτός έρχεται τελικά, μα πριν το κάνει, όλοι με την σειρά τους τον φιλάνε και τυλίγονται γύρω από τον λαιμό του «μπαμπά, είσαι ο καλύτερος στη μπάλα, σ’ αγαπώ», «φέλω φιλάκι, φα μου πεις πααμύφι, μπαμπά, γκαλίτσα» «ώ, Θεέ μου, πόσο μου ‘χε λείψει το κορμί σου». Και λίγο πριν σβήσει, άδειος μέσα στην πληρότητα των υπολοίπων, νοιώθει ηρεμία γιατί σαν πυροβολισμός αστράφτει πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα η αλήθεια και μέσα στο γουργουριστό τους σκοτάδι καταλαβαίνει πως κανείς δεν του ζητάει να είναι προσοχή, τρυφερότητα, καλή αγκαλιά, πατέρας βράχος, γκόμενος, εραστής που να προκαλεί τις αισθήσεις, μεγάλος παραμυθάς, πρώτος σκόρερ, φονιάς δράκων, καλύτερος φίλος. Κανείς δεν το ζητάει, γιατί για εκείνους, είναι.

Και όλα καλά.

13 σκέψεις σχετικά με το “18. Και όλα καλά

      1. Δύναμη δεν είναι να αντέχεις και την απώλεια; Όπως ο Πολύκαρπός μας, που τη νιώθει, αλλά κρατάει. Αλλά πράγματι δεν πρέπει να αφήνουμε τον εαυτό μας να «χάνεται». Καλό είναι να κρατάμε ισορροπίες…

        Αρέσει σε 1 άτομο

  1. Τρίτη φορά, σήμερα, ξεκίνησα να το διαβάζω. Τις δύο πρώτες… αγχώθηκα! Τόσο ζωντανά είναι τα κείμενά σου, περνούν ενέσιμα, από το μυαλό!
    «Όλα καλά» είναι πριν κανείς καταρρεύσει και «όλα καλά» θα ‘ναι μόλις συνέλθει… και πάλι από την αρχή…

    Εξαιρετικό (και αυτό) το κείμενό σου!

    Αρέσει σε 1 άτομο

  2. Θα μπορούσα να είχα αφήσει και σχόλιο αλλά μάλλον με άγχωσες όσο το διάβαζα έτσι έπεσε στο κενό, δεν εξηγείται!
    Πόσο ζωντανό, πόσο παραστατικό, ήταν λες και καθόμουν σε μια γωνιά και τα έβλεπα όλα να τρέχουν μπροστά στα μάτια μου.
    Όλα καλά, μέχρι να αδειάσει. Μετά αναγκάζεσαι να γεμίσεις ξανά. Και όλα θα πάνε καλά!

    Καλώς σε βρίσκω, πάω να μετρήσω τους παλμούς μου!

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Καλώς βρεθήκαμε λοιπόν!
      Χίλια συγνώμη για την δόση που κατανάλωσες, θα είναι όμως ψέματα αν σου γράψω πως δεν είχε σκοπό να αγχώσει και ψέματα δεν λέω!
      Το πιο ευχάριστο που μπορώ να σου προτείνω είναι το «Και το όνομα αυτού», κατά τα λοιπά, όλα λίγη μαυρίλα την έχουν!
      (Να το ψάξω αυτό, κάτι δεν πάει καλά!!!)

      Μου αρέσει!

Σχολιάστε