15. Πες ψωμί…

ΚΑΤΡΑΚΗΣ_Χίλια-Μιλιγκράμ_cover-large (2)

«Βρε Πολύκαρπε! Πόσα χρόνια έχω να σε δω! Πως είσαι;»

Κοιτούσε σαν χαμένος, τον ενοχλούσε ο ήλιος και ζάρωνε τα ρυτιδωμένα του μάτια, περιφερόταν στο προαύλιο και δεν το έπαιρνε απόφαση να περάσει το κατώφλι. Υπήρχαν γύρω άνθρωποι πολλοί που κάποτε γνώριζε μα είχε πια ξεχάσει και κάθε τόσο όλο και κάποιος ερχόταν και του έσφιγγε το χέρι. Μια θεία, γριά και ξεδοντιάρα, ένας γείτονας, ο παιδικός του έρωτας που είχε όμορφα σιτέψει, ένας χαμένος ξάδελφος κι όπως τον συναντούσαν έδειχναν να ξεχνούν το βάρος της ημέρας και καταπιάνονταν με τον χαμένο χρόνο αντί για την ζωή που χάθηκε.

«Καλά κρατάω. Έχω ψωμί ακόμα.»

Όταν γύρισε ο Λευτέρης από την Γ.Α.Δ.Α., πριν ακόμα φύγουν τα σημάδια από το πρόσωπο του, τον κάθισε ο Μηνάς στο κουζινάκι.

«Μην γίνεσαι ανόητος, αδελφέ. Μπάρκο ή εξορία. Προτιμάς το δεύτερο;»

«Και το πρώτο το ίδιο είναι», απάντησε πεισματικά κι ο Πολύκαρπος κρυμμένος πίσω απο την πόρτα τους άκουγε, ελπίζοντας σε τίποτα από τα δύο, σε κάποια εναλλακτική που δεν θα έστελνε τον θείο μακριά του.

«Πολύκαρπε! Πώ- πώ, πως πέρασαν τα χρόνια! Καλά σε βλέπω. Πως τα πας;»

Έπιασε το ιδρωμένο χέρι, το βαρύ άρωμα του έφερε ζάλη, η ναφθαλίνη του ταγιέρ έκανε τον κόσμο να γυρίζει. Φύγε, μόνο φύγε.

«Καλά είμαι. Έχω μπόλικο ψωμί μπροστά μου.»

Βρήκε ένα λαμπρό ποστάλ δυο μέρες μετά που έφευγε για Μάλαγα και από κει, Λισαβώνα, Φορτ Λοτερντέιλ και Άγιο Δομίνικο. Τον πήραν ναύτη άρον- άρον, είχε φίλους ο Μηνάς στο λιμάνι και έκαναν τα στραβά μάτια που δεν είχε Σωστικά, φυλλάδιο του έβγαλε ένας γείτονας στο Ν.Α.Τ. νύχτα, να το σώσουν το παιδί από το θηρίο. Πήγε το βράδυ πριν φύγει στο δωμάτιο του. Τον βρήκε να κάθεται σκυφτό σε ένα ντιβάνι. Του χαμογέλασε από την πόρτα.

«Χρόνια και ζαμάνια, βρε Πολύκαρπε! Μόνο σε κατι τέτοια σε βλέπουμε πια! Τί κάνεις; Έμαθα είσαι σε τράπεζα διευθυντής; Φαινόσουν από μικρός. Δουλευταράς. Ξύπνιος!»

Πάλι υγρό το χέρι, το σκούπισε βιαστικά στο μπατζάκι και έκανε να προσπεράσει, δεν τους άντεχε με τα χαμόγελα τους και την μετρημένη λύπη, φθηνή, αδιάφορη, της στιγμής απόκλιση από το μέσα τους κενό και την ξώφαλτση παρουσία μα δεν τα κατάφερνε, έπρεπε να μιλήσει, κατι να απαντήσει κι όσο κι αν έψαχνε δεν έβρισκε τίποτα άλλο, πέρα από ψίχουλα.

«Τί να κάνεις, μπάρμπα- Νικόλα; Ψωμί να ‘χούμε..»

«Ψέματα;» αποκρίθηκε εκείνος και βάλθηκε να ρωτάει για την Σοφία, πώς και δεν ηρθε μαζί του ή έστω τα παιδιά αλλά έκανε πως δεν άκουσε, είχε κιόλας απομακρυνθεί προς την είσοδο.

«Τα ‘μαθες;» τον ρώτησε και έκατσε δίπλα του. «Τί ρωτάω; Αφού τίποτα δεν σου ξεφεύγει.»

Ο Πολύκαρπος ρούφηξε την μύτη του.

«Πόσο θα λείψεις;»

«Κάμποσο. Έναν χρόνο σίγουρα, μετά βλέπουμε», του απάντησε.

Γύρισε και τον αγκάλιασε.

«Θα μου κάνεις μια χάρη;»

«Ναι θείε, ό,τι θέλεις.»

«Θα σου πω τρεις λέξεις. Θα τις μάθεις καλά και τις τρεις, να τις λες κάθε βράδυ πριν κοιμηθείς μέχρι να γυρίσω. Έτσι, θα ‘χεις πάντα κατι από μένα, να σε φυλάει, να σου μαθαίνει το σωστό  και ‘γω θα ταξιδεύω ήσυχος πως τίποτα δεν θα σε χαλάσει.»

Ο Πολύκαρπος ήταν τότε δώδεκα χρονών, έδωσε αβίαστα τον λόγο του, όχι από πεποίθηση αφού δεν μπορούσε να καταλάβει το βάρος των λέξεων, δεν έπεφτε πάνω του σκιώδης η έννοια τους, όμως τον θείο του τον αγαπούσε και δεν ήθελε να τον κακοκαρδίσει στην πιο δύσκολη του ώρα.

«Εντάξει, θα τις μάθω και θα τις λέω.»

«Πες ψωμί.»

Ο Πολύκαρπος τον κοίταξε.

«Πολύκαρπε, εσύ είσαι; Να χαρώ εγώ, λεβέντης έγινες!»

Προσπέρασε χωρίς καν να κοιτάξει τον ενθουσιασμένο όγκο με τα ταρταρούγα γυαλιά και την περμανάντ ημέρας που τον πλησίαζε.

Μπήκε στο εσωτερικό. Εκεί, επικρατούσε ησυχία. Κομμένα τα χαμόγελα και τα «τι μου κάνεις, να σε χαρώ, πες μου τα νέα σου», μόνο ησυχία, απαλό σούρσιμο και βαρύς αέρας γεμάτος αηδιαστική κατάνυξη και υποσχέσεις.

«Γιατί;»

«Πες το.»

«Μα, δεν θέλω ψωμί.»

«Πάντα θέλουμε ψωμί. Πες το.»

«Ψωμί, θείε.»

«Πες παιδ…»

Πριν προλάβει να πει την δεύτερη λέξη, φάνηκε στην πόρτα ο Μηνάς και έριξε ένα βλέμμα σωστό λεπίδι στον αδελφό του.

«Φθάνει τώρα», είπε κοφτά. «Ήρθε η ώρα».

Ο Λευτέρης κοιτούσε μια τον αδελφό του και μια τον Πολύκαρπο μουδιασμένος στην θέση του. Όταν διάβασε τον φόβο στο βλέμμα του Μηνά, βιάστηκε να σηκωθεί, πριν γίνει θυμός και μίσος.

Πήρε στα χέρια του τον Πολύκαρπο.

«Και το ψωμί μου φτάνει», είπε και τον φίλησε στα μαλλιά. «Κάθε βράδυ, σύμφωνοι;»

Ο Πολύκαρπος κούνησε το κεφάλι κι απόμεινε βουβός καθώς οι δυο άντρες έβγαιναν από το δωμάτιο, το σπίτι, την γειτονιά, τον κόσμο όλο.

Περπάτησε στον διάδρομο, ανάμεσα από τα καθίσματα, ακολουθήσε το κόκκινο σιρίτι μέχρι τον βαρύ πολυέλαιο και τις ανθοστήλες, μικρές φλόγες και χρυσόδετα βιβλία, από πίσω του άκουγε ψιθύρους, κάποιος κρυφογελούσε και μια βεντάλια έκανε μανιασμένα αέρα σε ένα πλαδαρό, χυδαίο πρόσωπο που βαρυγκωμούσε κι έζεχνε υποχρέωση και κοινωνική επιταγή, καμία ανάγκη, καμία οφειλή ή έστω συμπόνια.

Κάθε βράδυ, πριν την προσευχή, μουρμούριζε «ψωμί, ψωμί, ψωμί», μιας και δεν ήξερε την συνέχεια κι ο θείος του τον όρκισε να λέει τρεις λέξεις κάθε βράδυ. Το έκανε με τόση ευλάβεια και συνέπεια, ώστε αργότερα, όταν μεγάλωσε, ξέχασε όλες τις προσευχές και απόμεινε μέσα του μια ξεραμένη γωνία από το χθεσινό καρβέλι.

Επέστρεψε ο θείος. Μιλούσε ο θείος. Γελούσε και δεν ρώτησε ποτέ αν ήταν συνεπής στον όρκο του ο Πολύκαρπος γιατί το έβλεπε πως ήταν κι αφού όλα είχαν πια τελειώσει, του μιλούσε για τα λιμάνια και τις γυναίκες και τα λαθραία που έφερνε μαζί του, χωρίς ποτέ να δώσει εξηγήσεις ή να του πει, ποιες λέξεις έλειπαν από τον όρκο. Ταξίδεψε όλη την Γη, ποτέ δεν βγήκε από τα πλοία και δεν κατάφερε να στεριώσει γυναίκα ή παιδιά. Ίσως θα ‘ταν καλύτερα αντί για μπάρκο, να είχε επιλέξει μιαν εξορία λιγότερη.

Έφτασε. Στάθηκε και κοίταξε. Ένα ζαρωμένο, γέρικο ανθρωπάκι, ασήμαντο πολύ, μια ιστορία κοινή, ίδια με των πολλών ανθρώπων γιατί έτσι ήταν ακριβώς για όλους όσους δεν ήξεραν και δεν θα μάθαιναν ποτέ.

Έσκυψε, τα χείλη του ακούμπησαν το μέτωπο, αλόκοσμα παγωμένο και υγρό το ζαρωμένο δέρμα. Έπειτα πλησίασε στ’ αφτί του.

«Ψωμί, θείε.»

6 σκέψεις σχετικά με το “15. Πες ψωμί…

  1. Κι αν δεν τις είπε και τις τρεις, τις τίμησε και με το παραπάνω ο Πολύκαρπος…
    Δεν έχω λόγια, Μιχάλη. Τα διάβασα όλα από το πρώτο κι ανυπομονώ για το επόμενο. Συγχαρητήρια!

    Αρέσει σε 2 άτομα

  2. Αυτό θα πει τιμή στα μάτια μου.

    Μιχάλη, είδα προηγουμένως πως γράφεις στα διαλείμματα στο κινητό και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι να σου έδιναν περισσότερα.
    Διαβάζοντας παράλληλα το χρονικό και σκεπτόμενη όσα μου είχες πει, οι ιστορίες του Πολύκαρπου στα μάτια μου μοιάζουν με το χρονικό όσων περισσεύουν. Εντελώς προσωπική εκτίμηση, φαντάζομαι πως κάτι άλλο έχεις στο μυαλό σου, μα έτσι αισθάνομαι.
    Ίσως φταίει που τα διαβάζω μαζί και χωρίς να θέλω μου δημιουργείται αυτή η αίσθηση.

    Αρέσει σε 1 άτομο

      1. Το φαντάστηκα, άλλωστε και το χρονικό είναι διαφορετικό.
        Εγώ απλώς αναφερόμουν περισσότερο στις καταστάσεις ότι με κάποιο τρόπο έδενε στο μυαλό μου. Προφανώς και έχω λάθος αφού δεν έχω ιδέα αυτά που περισσεύουν ποια μπορεί να είναι.

        Όταν έρθει η ώρα θα μάθω φαντάζομαι!

        Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε