14. Και το όνομα αυτού;

ΚΑΤΡΑΚΗΣ_Χίλια-Μιλιγκράμ_cover-large (2)

«Μη σώσω και ξημερώσω αν υποκύψω σε τέτοιον εκβιασμό», φώναζε έξαλλος ο Μηνάς.

«Εκβιασμό; Εγώ; Εκβιάζω εσένα! Μηνά, τα ‘χεις τελείως χαμένα;»

«Βεβαίως κυρία μου, εκβιασμός και μάλιστα του εσχάτου είδους», της απάντησε και άρχισε να βηματίζει μέσα στο σαλόνι. Ήταν αναψοκοκκινισμένος και όπως συνήθιζε όταν έχανε τον αυτοέλεγχο του, έστρωνε με μανία το πυκνό μουστάκι του. «Και ξέρεις γιατί; Να σου πω, αθώα μου περιστερά, που θαρρείς σε χτύπησε κεραυνός εν αιθρία και με κοιτάς ωσάν τους μαθητάς μου μπρος στο Πυθαγόρειο Θεώρημα!»

Η Ελπίδα Γιοκλούκογλου, το γένος Γκέρτσου, δεν ήταν παρά δεκαέξι χρονών όταν γνώρισε τον Μηνά. Ομορφάντρας, περιποιημένος με πλούσια μαύρα μαλλιά και όμορφο μουστάκι, με κοστούμι ριγωτό, σταυρωτό πέτο και γαρύφαλλο στην μπουτονιέρα, είχε λόγια να τρέχουν μπρος του να στρώνουν δρόμο κι άλλα τόσα από πίσω να τον ακολουθούν που είχε λέγειν κι ήταν και μορφονιός και δεν είχε, έλεγαν, αφήσει ούτε γάτα θηλυκιά πάνω στα κρεμμύδια να μην την διπλαρώσει. Η Ελπίδα όμως, ήξερε καλά τι είδους φαρμάκι στάζει το Σμυρναίικο το στόμα και δεν πίστευε κουβέντα. Στο φινάλε, κι αυτή θηλυκό ήταν και δεν την είχε διπλαρώσει. Μα στα σκοτεινά, δίχως να τολμά να το ομολογήσει, πολύ θα το ‘θέλε κι όλο το σκεφτόταν εκείνο το μουστάκι να την γρατζουνά στα χείλη ή -Θεέ μου, συγχώρα με!- και πουθενά αλλού, στον λαιμό, στα πλευρά, γύρω απ’ τις θηλές της και στον αφαλό -ωχ, συμφορά!- και στ’ ανοιχτά της πόδια. Κι όλο βογκούσε κι έλιωνε για το χατίρι του. Ως που, αποφάσισε πως δεν ωφελεί να ματώνει τα χείλια της από επιθυμία και να σπαράζει στ’ άδειο παιδικό της στρώμα και είπε πως αν ήτανε να γίνει σύντομα γυναίκα, όπως πρόσταζε το σώμα, θα γινόταν η δίκια του η γυναίκα, ο κόσμος να χαλούσε.

«Διότι, δεν δύναμαι να διανοηθώ το μέγεθος της προσβολής έναντι του νεκρού πατρός μου», έλεγε κι όλο έκοβε βόλτες στο καθιστικό ενώ εκείνη καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στην ποδιά της. «Και λέγεις πως το σωστό είναι, να τιμούμε πρωτίστως τους ζώντες, άκουσον- άκουσον! Κι ουχί την μνήμη των θανούντων! Η δική μου η συμβία, ωιμέ, τέτοιο ρεζιλίκι είναι απ’ τ’ άγραφα, εικούς; Εξ αγράφων!»

Τάχα σκούπιζε την πεζούλα, δήθεν συμμάζευε το σκαμνί για την βεγγέρα κι όλο έβρισκε δικαιολογίες να στηθεί στο κατώφλι εκεί κατά τις τρεις το μεσημέρι, μέχρι και τα βασιλικά που πότιζε, ντάλα ο ήλιος ώσπου τα ξέρανε από την ρίζα κι έμεινε μόνο τενεκές και πάλι τα πότιζε, θ’ αναστηθούν τάχα μου κι όλο πιτσιλούσε τα κυριακάτικα παπούτσια της που τα φορούσε επίτηδες, όπως έσταζε νερό, καρδιά και σώμα πάνω στο χωματόδρομο καθώς τον έβλεπε να περνά. Μα εκείνος, δεν της έριξε ποτέ ένα βλέμμα, -μισό, να χαρείς το παράστημα σου δάσκαλε μου!- κι όλο άνοιγε το βήμα του όπως σταύρωναν οι δρόμοι τους με το κεφάλι σκυφτό και το βλέμμα, στυλωμένο στις μύτες του φαγωμένου του λουστρινιού.

«Κι είναι τόσο κακό, τόσο παράλογο αυτό που σου ζητώ, Μηνά μου;»

«Αν είναι λέει; Μα, δεν κατανοείς πως τρέφω απεριόριστη εκτίμηση προς τον πεθερό μου; Και δεν βλέπεις πως με βαραίνει ολόκληρη η γενεά μου; Ένα αρσενικό έχουμε σ’ ολόκληρο το σόι κι είναι το δικό μας! Πρέπει να είναι Δημήτρης! Τί είδους φθηνό παίγνιο σχεδίασες εις βάρος μου, μου λες;»

Κι έφτασε μια Κυριακή πρωί, ανήμερα του Ευαγγελισμού, έβραζε η Κοκκινιά και σύννεφο η σκόνη, γιορτάζει η Ευαγγελίστρια και παρά την ζέστη και την αποφορά των προσφυγικών, να σου αξημέρωτη εκείνη στης μάνας της την σιφονιέρα να ψαχουλεύει τα κραγιόνια, πούδρα και φθηνά αρώματα.

«Τι κάνει αυτή;» ρώτησε ο πατέρας της κι η μάνα της χαμογέλασε.

«Αγαπάει», απάντησε και πήγε να της πλέξει κότσο τα μαλλιά.

Στολίστηκε σαν φρέσκια άνοιξη με  μαργαριτάρι της γιαγιάς για σκουλαρίκι, που το ‘φέρε από την Καλαμαριά μαζί της προίκα και μεσάτο εμπριμέ, τετράγωνο ντεκολτέ και ως την γάμπα, η γόβα λίγο έπαιζε γιατί ήταν της μαμάς της αλλά πήγε στην λειτουργία μια μικρή κυρία που κρεμούσε μέχρι και του εσταυρωμένου το σαγόνι, έτσι, ίσα για να την δει και να λιώσει κι εκείνος στο κρεβάτι του, έστω για ένα βράδυ.

Την είδε. Έλιωσε. Και τρεις βδομάδες μετά, την ζήτησε σε γάμο.

«Ωχ, βρε Μηνά μου, μια κουβέντα είπα πια, άμα δεν σου πάει καρδιά, μην το κάνεις να τελειώνουμε, το ίδιο θα σ’ αγαπώ, τώρα και πάντα», του απάντησε, πήγε κοντά του και τον φύλλισε στα χείλη -αχ, αυτό το μουστάκι, ανάθεμα το! «Έλα να σε βάλω να φας».

«Γυναίκα», της είπε κοφτά, «θα στο πω μια φορά και βαλ’ το καλά στο μυαλό σου».

Την κοίταξε βαθιά στα μάτια, την τσάκισε κάτω από την ανάσα του, την τσαλάκωσε σε μια γωνιά της σκιάς του κι έπειτα συνέχισε. «Το παιδί, θα πάρει του πατέρα μου το όνομα, πάει και τελείωσε. Τέτοιο ρεζιλίκι εγώ δεν το αντέχω.»

Του γύρισε το φιλί ξανά στα χείλη, έπαιξε με την γλώσσα του, την έδεσε δυο κόμπους και μέτρησε τις ανάσες του να σκάβουν τα κουρασμένα μάγουλα της.

«Κι εγώ ρεζίλη άντρα  δίπλα μου δεν πήρα. Λεβέντη πήρα, που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Κάνε, ό,τι σε φωτίσει μάτια μου», του ‘πε και τον χάιδεψε στο μάγουλο απαλά. «Το δικό μου το χατίρι», του ‘πε μετά «ή όλου του υπόλοιπου κόσμου».

Μ’ αυτά τα λόγια, έφυγε προς την κουζίνα αλλά συνέχισε να του λέει «θα χαρεί έτσι κι αλλιώς ο πεθερός σου, μην ανησυχείς. Κι αν δεν ακούσει το δικό του όνομα αλλά του νεκρού πατέρα σου, θ’ ακούσει και το όνομα του αγίου της πατρίδας του, μεγάλη η χάρη του.»

Δυο βδομάδες μετά, μέσα στην εκκλησία στέκουν όλοι γελαστοί γύρω από την κολυμπήθρα.

«Και το όνομα αυτού;»

Ο κουμπάρος ρίχνει μια ματιά στην Ελπίδα που σκύβει το κεφάλι κι έπειτα γυρνά στον Μηνά με απορία, κάτι μουρμουρίζει, πιο δυνατά τέκνον μου, δεν άκουσα, λέει ο ιερέας, κοιτά ξανά τον Μηνά που του κουνάει καταφατικά το κεφάλι.

«ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ!», αναφωνεί, κοκκινίζει ο Μηνάς αλλά χαμογελάει, κλαίει η Ελπίδα κι ο πεθερός, πετά με χούφτες κέρματα.

«Του κόσμου το χατίρι, ας του το κάνει ο κόσμος», της λέει. «Εγώ θα κάνω το δικό σου.»

5 σκέψεις σχετικά με το “14. Και το όνομα αυτού;

Σχολιάστε