8. Διπλό Jack Daniels

imagesBGS4LJJT

Καθόταν στο γραφείο του και κοιτούσε τον κέρσορα να αναβοσβήνει κίτρινος πάνω σε ένα μπλε περιβάλλον ασφαλείας, φρεσκοσχεδιασμένο, με μπόλικα πεδία και χρήσιμες πληροφορίες, ένα σκασμό λεφτά το είχαν πληρώσει οι από πάνω, όποιοι κι αν ήταν αυτοί, το κωλοπρόγραμμα και τους είχαν εκπαιδεύσει όλους, πριν τρεις μήνες στην ενημέρωση του συστήματος. Τα κατάφερνε αρκετά καλά, όνομα, επίθετο, ΑΦΜ, ΑΜΚΑ, τέκνα, πατέρας, μάνα, καταγωγή, φυλή, ομάδα αίματος, πίστη, διαστάσεις στήθους –μέσης -περιφέρειας, μέσος χρόνος εκσπερμάτωσης, πολιτική πεποίθηση, αγαπημένος Έλληνας ερμηνευτής, ιατρικό ιστορικό, καπνιστής ή όχι, γκόμενες, όλα στο σύστημα, σε όμορφα, τακτοποιημένα κελιά κι εκείνος ζητούσε χαρτιά, ζητούσε πληροφορίες, έψαχνε την ουσία, την εντόπιζε και την ενσωμάτωνε στο ψηφιακό σύμπαν.

Η οθόνη ήταν αναμμένη και τα πεδία όλα κενά και η χαρούμενη κάθετη γραμμούλα αναβόσβηνε μπροστά του με έναν τρόπο καταπραϋντικό και αδηφάγο, λαίμαργο, κι εκείνος, την κοιτούσε μοχθηρά και χτυπούσε την μύτη του μολυβιού του στην επιφάνεια του γραφείου σφίγγοντας τα δόντια.

«Τελείωσες Γιοκλούκογλου;»

Κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του.

«Όλα καταχωρημένα, κύριε Διευθυντά», απάντησε και η φωνή του βγήκε με το ζόρι.

«Και ο τελευταίος φάκελος; Τον ενημέρωσες;»

«Ναι. Τον ενημέρωσα.»

Ο Διευθυντής του χαμογέλασε.

«Ήταν καλή επιλογή η τοποθέτηση σου στην Προώθηση Χρηματοπιστωτικών Προϊόντων και Στεγαστικών Χρηματοδοτήσεων, Πολύκαρπε! Τα πας εξαιρετικά. Δεν θα αργήσεις να γίνεις Διευθυντής Υποκαταστήματος, να το θυμάσαι!»

Ο Πολύκαρπος έβγαλε τα γυαλιά του.

«Θα το θυμάμαι. Σίγουρα θα το θυμάμαι», απάντησε παγερά.

«Άντε, κλεισ’ το τώρα αυτό το πράγμα και πήγαινε σπίτι σου. Έχεις και μικρά παιδιά, να τα χαρείς και λίγο!» είπε εύθυμα ο Διευθυντής και απομακρύνθηκε.

Ο Πολύκαρπος βγήκε στην λεωφόρο Σαλαμίνας λίγο μετά τις τρεις και μισή και περπάτησε προς το αυτοκίνητο του. Το προσπέρασε, έστριψε στο επόμενο στενό και συνέχισε μέχρι που έφτασε στην πλατεία Βλαχερνών. Εκεί, στην γωνία του δρόμου, απέναντι από την εκκλησία, τρύπωσε στο «Ενθύμιο». Παρά τον ήλιο και την ζέστη, δεν κάθισε στα τραπεζάκια του πεζοδρομίου, απέναντι από το πάρκο παρά μονάχα μπήκε στο στενό μαγαζάκι και κάθισε στην μπάρα.

«Καλώς τον Πολύκαρπο!» ακούστηκε η φωνή του Πέτρου που εκείνη την ώρα γέμιζε δυο ποτήρια βαρελίσια “Άλφα” για τα λυκειόπαιδα που μόλις είχαν αράξει σε ένα από τα έξω τραπέζια.

«Γεια σου αδελφέ», απάντησε εκείνος και κάθισε σε ένα σκαμπό. «Κάνε έναν διπλό βαρύ να ‘ρθω λίγο στα ίσια μου, πολύ σκατό σήμερα.»

«Σώπα ρε φιλαράκι! Τόσο χάλια; Κάτσε, τον φτιάχνω κι έρχομαι να τα πούμε.»

Ήρθε. Ο καφές μύριζε θεσπέσια, ψημένος, όχι καμένος, πλούσιο καϊμάκι, βαρύς και γλυκός. «Μίλα», του είπε. «Να πω τι;» απάντησε και άναψε τσιγάρο.

«Να πω ότι ήρθε ο άλλος , σαράντα χρονών άντρας και έβαλε τα κλάματα μπροστά μου; Δεν έχει λέει, είναι έξι μήνες άνεργος. Λυπάμαι του είπα, δεν μπορώ να κάνω κάτι. Το σύστημα έχει ενημερωθεί πλήρως. Ακούς; Το σύστημα!»

«Ρε πασά μου, μη χαλιέσαι έτσι. Εσύ φταις δηλαδή που δεν έχει ο άλλος να πληρώσει το δάνειο; Εσύ τη δουλειά σου κάνεις…»

«Ποιος είναι, ρε πούστη μου, αυτό το γαμημένο το “σύστημα”; Ποιος είναι; Εγώ δεν είμαι; Εσύ; Πετάμε ένα “το σύστημα φταίει”, “έτσι είναι το σύστημα” κι όλα καλά; Βγάζει κανένα νόημα όλο αυτό;»

«Ρε Πολύκαρπε, μην τρελαίνεσαι! Δάνεια πουλάς, τι νόμιζες ότι θα γίνει δηλαδή άμα δεν το πληρώσει ο άλλος; Θα του πουν “έλα αγόρι μου, δεν πειράζει, δωσ’ τα όποτε μπορείς.» Αυτό βγάζει περισσότερο νόημα;»

Ο Πολύκαρπος ρουφούσε καφέ και καπνό σαν υπνωτισμένος.

«Δίκιο έχεις.»

«Άντε, ντε!»

«Απόλυτο δίκιο.»

«Ε, ναι!»

«Δεν φταίω εγώ που τον έδιωξαν από την δουλειά του γιατί ήταν πολύ ακριβός.»

«Όχι βέβαια!» απάντησε όλο έξαψη ο Πέτρος.

«Ούτε που δεν τον παίρνει κανείς γιατί είναι σαράντα χρονών.»

«Όχι, τι να φταις!»

«Ούτε που πήγε ο μαλάκας κι έκανε δυο παιδιά χωρίς να έχει σταθερή δουλειά.»

Ο άλλος δεν απάντησε, έμεινε μόνο να τον κοιτάει.

«Ούτε που δεν μπορεί να πληρώσει την δόση φταίω, το σύστημα το ξέρει. Το σύστημα του κάνει, λέει, έξωση, πρέπει να το αδειάσει το σπίτι. Το σύστημα τον πετάει στον δρόμο, χωρίς δουλειά, με δυο γαμημένα παιδιά ρε πούστη μου, με δυο παιδιά! Αλλά τι να του κάνω; Δεν φταίω εγώ, δεν φταίει ούτε εκείνος. Το γαμημένο το σύστημα φταίει ρε, μόνο αυτό!»

«Σταμάτα ρε πασά μου…»

«Γιατί να σταματήσω; Δεν έκανα τίποτα εγώ! Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, του το είπα. Και κάθεται μετά εκεί μπροστά μου και κλαίει, γαμώ την τρέλα μου, σαν μωρό κλαίει και μυξιάζει και με παρακαλάει να μην τον πετάξω στον δρόμο. Εγώ! Εμένα! Που το μόνο που κάνω, είναι να ενημερώνω το σύστημα!»

Κι όσο μιλάει, κοκκινίζει, φωνάζει και φτύνει σάλια πάνω στα ποτήρια του εσπρέσο και τις κούπες του γαλλικού.

«Ηρέμησε ρε Πολύκαρπε! Πως θα πας σπίτι έτσι; Τι θα πει η Σοφία; Τα παιδιά σου δεν τα σκέφτεσαι, θα πάθεις τίποτα!»

imagesOOQZRB6E
Ο Πολύκαρπος τον κοιτάζει.

«Έχεις δίκιο», λέει ξερά. «Βάλε ένα διπλό Jack.»

Του βάζει. Το πίνει σκέτο με μια γουλιά και βροντάει το ποτήρι στην μπάρα.

«Βάλε άλλο ένα.»

Το πίνει με τον ίδιο τρόπο. Και ένα τρίτο κι αρχίζει να μουδιάζει. Πληρώνει και φεύγει σκυφτός. Ο δρόμος θολώνει και το στομάχι του σφίγγεται όσο οδηγεί, τρίβει τα μάτια του, το κεφάλι του κοντεύει να σπάσει, βουίζουν τα αφτιά του. Χαμογελάει.

Μπαίνει μέσα. Είναι όλοι εκεί, του μιλάνε, ανησυχούν όταν δεν τους απαντάει, μπαίνει στο μπάνιο, ξερνάει στην λεκάνη, λέει πως κάτι τον  αρρώστησε, του προκαλεί βάρος και αηδία το όλο ενδιαφέρον βλέμμα τους και ξερνάει ξανά, στον διάδρομο αυτή την φορά. Πέφτει στο κρεβάτι με τα ρούχα και κάνει πως κοιμάται. Τον πιστεύουν και ανησυχούν, κάνουν ησυχία για να ξεκουραστεί.

Ο Πολύκαρπος κρατάει τα μάτια του κλειστά κι είναι χαρούμενος που δεν θα χρειαστεί να τους πει ψέματα όταν τον ρωτήσουν πως ήταν η μέρα του στην δουλειά, γιατί δεν θα τον ρωτήσουν αυτό τελικά αλλά αν είναι καλά. Κι εκείνος θα πει όχι και θα λέει αλήθεια. Κι ενώ έχει κλείσει τα μάτια και όλοι κάνουν ησυχία, δεν μπορεί να κοιμηθεί γιατί μπροστά του βλέπει την κάθετη γραμμούλα του συστήματος να τρώει κομμάτι- κομμάτι το παλιό σύστημα και πίσω της να χέζει ένα ολοκαίνουργιο. Κι αυτός πατάει το κουμπί που την ταΐζει.

 

5 σκέψεις σχετικά με το “8. Διπλό Jack Daniels

  1. Με συγκίνησε. Όχι όπως συγκινείσαι όταν βλέπεις κάτι όμορφο, καλογραμμένο ή που σε άγγιξε.
    Αλλά όπως όταν έχεις δει κάποιον που αγαπάς να λυγίζει απέναντι σε κάποιον Πολύκαρπο γιατί δεν βρίσκει τρόπο να πιαστεί από κάπου.

    Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε